κριός

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῑός Medium diacritics: κριός Low diacritics: κριός Capitals: ΚΡΙΟΣ
Transliteration A: kriós Transliteration B: krios Transliteration C: krios Beta Code: krio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A ram, Od.9.447, 461, Hdt.2.42, etc.; κριοὶ ἄγριοι Id.4.192: prov., κριὸς τροφεῖα ἀπέτεισεν, of ingratitude, because a ram butts at those who have brought him up, Zen.4.63, Suid., Hsch.; κριοὺς ἐκγεννᾶν τέκνα Eup.99; κριοῦ διακονία, of thankless service, Suid., Hsch.; τὸν κριὸν ὡς ἐπέχθη the 'shearing of the ram', in allusion to the ode of Simonides in honour of Crius of Aegina, Ar.Nu.1356.    2 battering-ram, X.Cyr.7.4.1, IG22.468, Plb.1.48.9, Ath.Mech.14.1, J. BJ3.7.19, etc.    3 the constellation Aries, Eudox. ap. Hipparch. 1.2.13, Euc.Phaen.p.6 M., Arat.238, J.AJ3.10.5, etc.    II a seamonster, Ael.NA9.49, 15.2, Opp.H.1.372, 5.33, etc.    III kind of mussel, Hegesand.36 (κρεῖος cod. A Ath.).    IV volute on the Corinthian capital, twisted like a ram's horn, Hsch.    V kind of ship, Poll.1.83.    VI part of an irrigation-system, dub. sens. in BGU14iii9 (iii A. D.).    VII a variety of ἐρέβινθος, Thphr.HP8.5.1, PCair.Zen.192.8 (iii B. C.), Dsc.2.104, Gal.6.533: misspelt κρεῖος in Sophil.8: Lat. cicer arietinum, Petron.35, etc.; est enim arietino capiti simile, Plin.HN18.124. (Prob. cogn. with κέρας.)

German (Pape)

[Seite 1510] ὁ (vgl. κέρας, κεραός), der Widder, Schaafbock; Od. 9, 461; Pind. P. 4, 121; Soph. Ai. 237; Her. 2, 42 u. sonst in Prosa. – Auch das Himmelszeichen u. Sternbild, Arat. 238. – Ein Seeungeheuer, großes Seethier, von der Art der κήτη, Ael. H. A. 9, 49. 15, 2. – Nach Poll. 1, 83 auch Schiffe, wahrscheinlich von ihrem Bilde am Vordertheile benannt. – Ein Belagerungswerkzeug, Mauerbrecher, aries, Xen. Cyr. 7, 4, 1 u. Folgde. – Ὀροβιαῖος κριός, eine Art Kichererbse, Theophr. Vgl. κρεῖος. – Auch die Schnecke am Knauf der korinthischen Säulen, wegen ihrer Aehnlichkeit mit den gewundenen Widderhörnern, Hesych., Inscr.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. bélier, animal;
II. p. anal.
1 bélier, constellation;
2 cétacé;
3 bélier, machine de siège.
Étymologie: cf. κέρας.

English (Autenrieth)

ram. (Od.)

English (Slater)

κρῑός
   1 ram τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ (P. 4.68) “κέλεται γὰρ ἑὰν κομίξαι ψυχὰν Φρίξος ἐλθόντας πρὸς Αἰήτα θαλάμους δέρμα τε κριοῦ βαθύμαλλον ἄγειν, τῷ ποτ' ἐκ πόντου σαώθη ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέων” (P. 4.161)

Spanish

carnero, Aries

Greek Monolingual

ο (AM κριός)
1. κριάρι
2. ονομασία του πρώτου αστερισμού στον ζωδιακό κύκλο
3. φρ. «πολιορκητικός κριός» — είδος πολεμικής μηχανής κατάλληλης να γκρεμίζει μέρος τών τειχών ή να ανοίγει ρήγματα
(«ὁ δὲ Κῡρος μηχανὰς ἐποιεῑτο καὶ κριούς», Ξεν.)
νεοελλ.
φρ. «υδραυλικός κριός» — είδος αντλίας που χρησιμοποιείται για την ανύψωση του νερού σε ύψος μεγαλύτερο από εκείνο που θα επέτρεπε η διαθέσιμη πίεση
αρχ.
1. ονομασία θαλάσσιου κήτους
2. είδος μαλακοστράκου
3. ο κοχλίας του κορινθιακού κιονοκράνου
4. τμήμα αρδευτικού συστήματος
5. είδος ρεβιθιού
6. είδος πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κριός < κρι-Fος
η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα ker-ә- «κέρατο, κεφαλή», οπότε συνδέεται με τη λ. κέρας και με γερμ. λ. δηλωτικές άλλων ζώων που έχουν κέρατα (πρβλ. λατ. ceruos, γερμ., αρχ. νορβ. hreinn, αγγλοσαξ. hran «τάρανδος»). Κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με βαλτοσλαβικές λ. με σημ. «γαμψός, κυρτός», πρβλ. λιθουαν. kreivas «κυρτός», αρχ. σλαβ. krivŭ «σκολιός» (πρβλ. κροιός), οπότε το ζώο θα έλαβε την ονομασία του από το σχήμα τών κεράτων του. Η άποψη, τέλος, κατά την οποία η λ. με σημ. «ρεβίθι» συνδέεται με λατ. cicer «ρεβίθι» και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kiker- «μπιζέλι» δεν φαίνεται πιθ., ενώ πιο πιθ. είναι ότι έλαβε τη σημ. αυτή λόγω του κυρτού σχήματος του λοβού του ρεβιθιού.
ΠΑΡ. αρχ. κριώ, κριώδης, κρίωμα, κριωπός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κριοκέφαλος, κριόμορφος
αρχ.
κριοβόλος, κριοδόχη, κριοειδής, κριοκέρατος, κριοκοπώ, κριοκρούω, κριομαχώ, κριόμυξος, κριοπρόσωπος, κριόπρωρος, κριόστασις, κριοτάφος, κριοφάγος, κριοφόρος
μσν.
κριομύξης. (Β' συνθετικό) αρχ. αντίκριος].