πατρικός

Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

ή, όν, (πατήρ)

   A derived from one's fathers, hereditary, νόμοι Cratin.116 ; ἀρίς Call. Com.16 ; φίλος Ar.Av.142 ; φίλοι OGI227.9 (Didyma, iii B. C.) ; βασιλεῖαι Th. 1.13, Arist.<Pol.1285a19 ; ἁμαρτεῖν τοῦ π. τύπου Democr. 228 ; αἱ π. ἀρεταί Th.7.69 ; ξένος And.2.11, Th. 8.6 ; ἐχθρός Lys. 14.40 ; φύσει τῆς πρὸς ὑμᾶς ἔχθρας αὐτοῖς ὑπαρχούσης πατρικῆς D.21.49 ; εἰς τὸ π., = by right of inheritance, PTeb.5.12 (ii B.C.).    II = πάτριος, of or belonging to one's father, γᾶρυς S.Ichn. 65 (lyr.) ; ὁ π. λόγος Pl.Sph.242a ; ἡ π. πρόσταξις Arist.EN1180a19 ; οἰκονομία π., opp. δεσποτική and γαμική, Id.Pol. 1253b10 ; ἐνευχόμενός σοι τοὺς π. θεούς the gods of your father(s), PCair.Zen.421.2 (iii B.C.) ; ἡ πατρική (sc. οὐσία) patrimony, E.Ion1304 ; π. οἰκία PStrassb.99.4 (ii B.C.) ; τὰ π. AP11.75 (Lucill.) ; but τὰ π., also, father's house, LXXSi.42.10.    2 like a father, paternal, π. γὰρ ἀρχὴ βούλεται ἡ βασιλεία εἶναι Arist.EN1160b26 ; π. καὶ συγγενικὴ αἵρεσις Plb.31.25.1 ; παρρησία π. Plu. 2.802f ; π. θεός OGI418 (Judaea, i A. D.). Adv., τὰς κολάσεις πατρικῶς ποιεῖσθαι Arist.Pol. 1315a21 ; ὁ θεὸς π. κηδόμενος τοῦ ἀνθρωπείου γένους Plu.2.117d.    3 Gramm., ἡ πατρική, = ἡ γενική, the genitive, Choerob. in Theod.1.111 H.

German (Pape)

[Seite 535] väterlich (vgl. πάτριος u. πατρῷος); γῆ, Eur. Ion 1304; φίλος, Ar. Av. 142; Plat. Lach. 180 e; ἑταῖρος, Men. 92 d u. A.; so ξένος, Andoc. 2, 11; ἐχθρός, Isocr. 4, 184; αἱ πατρικαὶ φιλίαι καὶ ξενίαι, Pol. 33, 16, 2; βασιλεῖαι, Thuc. 1, 13, wie Isocr. 9, 35; ἔχθρα, Dem. 25, 32; λόγος, des Vaters, Plat. Soph. 242 a; ἀσέλγεια, Pol. 21, 5, 7; νόμοι, Cratin. bei Ath. XV, 667 d. – Adv. πατρικῶς; Arist. pol. 5, 11; καὶ πρᾴως, Plut. Dion. 39.

Greek (Liddell-Scott)

πατρῐκός: -ή, -όν, (πατὴρ) ὁ ἐκ τῶν προγόνων παραληφθείς, πατρικός, κληρονομικός, paternus, ἐν πατρικοῖσι νόμοις Κρατῖνος ἐν «Νεμέσει» 6. Φίλος· Ἀριστοφ· Ὄρν. 142· βασιλεῖαι Θουκ. 1. 13, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 14, 6· αἱ π. ἀρεταὶ Θουκ. 7. 69· ξένος Ἀνδοκ. 2. 13, Θουκ. 8. 6· ἐχθρὸς Λυσ. 163. 29· φύσει τῆς πρὸς ὑμᾶς ἔχθρας αὐτοῖς ὑπαρχούσης πατρικῆς Δημ. 530. 8. ΙΙ. = πάτριος, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν πατέρα ἢ ἐκ τοῦ πατρός, ὁ π. λόγος Πλάτ. Σοφιστ. 242 Α· ἡ π. πρόσταξις Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 12· οἰκονομία π., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δεσποτικὴ καὶ γαμική, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 1. 12, 1· ἡ πατρικὴ (δηλ. οὐσία), ἡ ἐκ τοῦ πατρὸς κληρονομία, Εὐρ. Ἴων 1034· τὰ πατρικὰ Ἀνθ. Π. 11. 75· ἀλλὰ τὰ πατρικά. ὡσαύτως, οἰκία τοῦ πατρός, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΒ΄, 10). 2) ὅμοιος πρὸς πατέρα, πατρικός, π. γὰρ ἀρχὴ βούλεται ἡ βασιλεία εἶναι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 10, 4. π. συγγενικὴ αἵρεσις Πολύβ. 32. 11, 1, Πλούτ. 2. 802 F. Ἐπίρρ., πατρικῶς ποιεῖσθαι τὰς κολάσεις Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 29. - Ἴδε πατρῷος, ἐν τέλ. 3) παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ ἐκ τοῦ Πατρός. 4) παρὰ τοῖς Γραμμ., ἡ πατρικὴ = ἡ γενικὴ πτῶσις, Χοιροβοσκ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. du père, càd :
1 qui vient du père, transmis ou légué par le père;
2 semblable à un père, à la façon d’un père, de père, paternel;
II. des pères, des ancêtres.
Étymologie: πατήρ.

English (Strong)

from πατήρ; paternal, i.e. ancestral: of fathers.

English (Thayer)

πατρική, πατρικόν (πατήρ), paternal, ancestral, equivalent to handed down by or received from one's fathers: Thucydides, Xenophon, Plato, and following; the Sept.) (Synonym: see πατροως, at the end.)

Greek Monolingual

-ή, -ό / πατρικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, αιολ. τ. πάτριχος Α πατήρ, πατρός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πατέρα (α. «πατρικό φίλτρο» β. «πατρική πρόσταξις», Αριστοτ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πατέρες, στους προγόνους, προγονικός, πατρογονικός (α. «πατρικό σπίτι», β. «πατρικαὶ ἀρεταί», Θουκ.)
3. αυτός που προέρχεται από τους πατέρες, από τους προγόνους, κληρονομικός, πατροπαράδοτος (α. «πατρικοί φίλοι» β. «ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος», Αριστοφ.)
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πατρικά
η κληρονομιά που προέρχεται από τον πατέρα, η περιουσία που κληρονομήθηκε από τον πατέρα
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το πατρικό
το πατρικό σπίτι που προέρχεται από κληρονομία του πατέρα
2. (νομ.) φρ. «πατρική εξουσία» — το εξουσιαστικό δικαίωμα του πατέρα πάνω στα παιδιά του, που κατά το παλαιό ρωμαϊκό δίκαιο ήταν απεριόριστο, κατόπιν περιορίστηκε από τη νομοθεσία του Ιουστινιανού και έχει γίνει υποτυπώδες κατά το δίκαιο που ισχύει σήμερα
νεοελλ.-αρχ.
μτφ. ο τόσο στοργικός και γεμάτος ενδιαφέρον ώστε να μοιάζει ότι προέρχεται από πατέρα (α. «πατρική στοργή του διευθυντή» β. «πατρικὴ καὶ συγγενικὴ αἵρεσις», Πολ.)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ πατρική
(ενν. οὐσία) η πατρική κληρονομιά
β. γραμμ. η γενική πτώση
2. φρ. «εἰς τὸ πατρικόν» — με κληρονομικό δικαίωμα.
επίρρ...
πατρικά και πατρικώς / πατρικῶς ΝΜΑ
με πατρικό τρόπο, σαν πατέρας, πατρικά, με πατρικό ενδιαφέρον και στοργή
μσν.
με το κύρος τών Πατέρων της Εκκλησίας.