ξεθυμαίνω

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source

Greek Monolingual

ξεθυμαίνω)
νεοελλ.
1. (για αιθέρια έλαια) μεταβάλλομαι σε αέριο, εξατμίζομαι («μην ανοίγεις τα αρώματα γιατί θα ξεθυμάνουν»)
2. (για υγρά ή στερεά τα οποία περιέχουν πτητικές ουσίες) αποβάλλω, χάνω τις ουσίες μου με εξάτμιση, χάνω τη σπιρτάδα μου («ξεθύμανε το ούζο»)
3. (για δοχεία ή σωλήνες οι οποίοι περιέχουν πτητικά υγρά ή αέρια) αφήνω να διαφύγει το περιεχόμενο μου («ξεθύμανε η φιάλη του γκαζιού»)
4. χάνω τη δύναμή μου ή την αξία μου, εξασθενώ («και χτυπώντας ξεθυμαίνει εις το πέλαγο, εις τη γη», Σολωμ.)
5. χάνω τον ζήλο μου ή το ενδιαφέρον μου για κάποιον ή για κάτι («με το πέρασμα του χρόνου ξεθύμανε η αγάπη του»)
6. (για κακοκαιρία) καταπαύω, γαληνεύω («η θάλασσα ξεθύμανε»)
7. (για πρόσ.) αποβάλλω τον θυμό, την οργή μου ή τη λύπη μου, κατευνάζομαι, ξεθυμώνω (α. «φώναξε όσο θέλεις, αρκεί να ξεθυμάνεις» β. «η απονιά σ', αφέντη μου, σ' εμέν' ας ξεθυμάνη», Ερωτόκρ.)
7. ναυτ. (για σχοινί) χαλαρώνω
8. (για οίδημα, τραύμα) καταπραΰνομαι
9. παροιμ. «που δεν μπορεί να ξεθυμάνει στο γάιδαρο, ξεθυμαίνει στο σαμάρι» — λέγεται για αυτούς που τιμωρούν αθώους ή ανίσχυρους αντί για τους ισχυρούς και πραγματικούς ενόχους
μσν.
(για λάβα ηφαιστείου) α) προκαλώ ρήγμα για να διαφύγω
β) εκτινάσσομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-εθύμηνα, αόρ. του ἐκθυμαίνω, με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος (βλ. λ. ξε-)].