ὁμοκλή

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοκλή Medium diacritics: ὁμοκλή Low diacritics: ομοκλή Capitals: ΟΜΟΚΛΗ
Transliteration A: homoklḗ Transliteration B: homoklē Transliteration C: omokli Beta Code: o(moklh/

English (LSJ)

ἡ, or ὀμοκλή (v. foreg., fin.),

   A threat, reproof, rebuke, οἱ δὲ ἄνακτος ὑποδδείσαντες ὁ. Il.12.413 ; χαλεπαὶ δὲ ἀνάκτων εἰσὶν ὁ. Od.17.189 ; νήκουστος ὁμοκλέων deaf to reproaches, Emp.137.3 ; of the threatening shouts of an attacking enemy, μάχῃ ἔνι μεῖναι ὁμοκλήν Il.16.147 ; of shouts addressed to horses, τοὶ δ' ὑπ' ὀμοκλῆς ῥίμφ' ἔφερον θοὸν ἅρμα h.Cer.88, Hes.Sc.341 ; of the sound of flutes, ἐν αὐλῶν παμφώνοις ὁμοκλαῖς Pi.I.5(4).27, cf. A.Fr.57.5 (anap.).    II in later Ep., onset, attack, βορέαο ὁ. Nic.Th.311 ; of Sirius, Κυνὸς δριμεῖαν ὁ. Opp.H.1.152 ; of fire, ib.4.14, cf. Q.S.6.614, al., Man.2.374. (Etym. dub. ; signf. 11 perh. arose from misinterpr. of Il.16.147.)

German (Pape)

[Seite 337] ἡ (καλέω), der Zusammenruf, der gemeinschaftliche Zuruf Mehrerer, z. B. in der Schlacht, μάχῃ ἐνὶ μεῖναι ὁμοκλήν, Il. 16, 417; ἐν αὐλῶν παμφώνοις ὁμοκλαῖς, im Zusammenklang der Flöten, Pind. I. 4, 30; gew. lauter Zuruf, Zuschreien, von Mehreren u. von Einzelnen, sowohl ermunternd u. antreibend, als scheltend od. drohend, οἱ δ' ἄνακτος ὑποδδείσαντες ὁμοκλήν Il. 12, 413, χαλεπαὶ δέ τ' ἀνάκτων εἰσὶν ὁμοκλαί Od. 17, 189, öfter; ion. auch ὀμοκλή, wie ὑπ' ὀμοκλῆς H. h. Cer. 88; Hes. Sc. 341; einzeln auch sp. D.; auch von leblosen Dingen, wie βορέαο κακὴν ὁμοκλήν, Nic. Ther. 311; όπωρινοῖο κυνὸς δριμεῖα ὁμ., πυρός, das Knattern des Feuers, Opp. Hal. 1, 152. 4, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοκλή: ἡ, (ὁμοῦ καλέω) ποιητ. λέξ. σημαίνουσα κυρίως κραυγὴν πολλῶν ὁμοῦ, κοινὴν βοήν· ἀλλ᾿ ἐν χρῆσει κοινῶς ἐπὶ μεμονωμένων προσώπων, πιστότατος δὲ οἱ ἔσκε μάχῃ ἔνι μεῖναι ὁμοκλήν, νὰ ὑπομείνῃ τὴν κραυγήν του, Ἰλ. Π. 147· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς παραλλήλου ἐννοίας τῆς ἐπιπλήξεως, ἀπειλῆς, οἱ δὲ ἄνακτος ὑποδδείσαντες ὁμοκλὴν Μ. 413· χαλεπαὶ δὲ ἀνάκτων εἰσὶν ὁμοκλαὶ Ὁδ. Ρ. 189: Ἰων. ψιλοῦται, ὑπ᾿ ὀμοκλῆς Ὁμ. Ὕμ. εἰς Δήμ. 88, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 341· ― παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. ὡσαύτως ἐπὶ τῆς ὑλακῆς τῶν κυνῶν, Ὀππ. Ἁλ. 1. 152· ἡ βοή, ὁ θόρυβος τοῦ πυρός, αὐτόθι 4. 14· ὁ ἦχος, ἡ βοὴ τοῦ ἀνέμου, Νικ. Θ. 311· οὕτως ἐπὶ τοῦ ἤχου τῶν αὐλῶν, Πινδ. Ι. 5 (4) 35, πρβλ. Αὐσχύλ.. Ἀποσπ. 55 (λυρ.)· αὐλῶν οὐ σάλπιγγος ὁμοκλὴ Caib. Ἐπιγρ. 1049, 7.

French (Bailly abrégé)

ion. ὀμοκλή;
ῆς (ἡ) :
1 cris se mêlant, clameur confuse;
2 particul. cris de reproche, de menace.
Étymologie: ὁμός, καλέω.

English (Autenrieth)

(ὁμός, καλέω): call of many together, loud, sharp call or command.

Greek Monolingual

ὁμοκλή και ιων. τ. ὀμοκλή, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.)
1. βοή πολλών ανθρώπων ταυτόχρονα
2. κραυγή επίπληξης ή απειλής
3. επίπληξη, απειλή («χαλεπαὶ δὲ ἀνάκτων εἰσὶν ὁμοκλαί», Ομ. Οδ.)
4. (σχετικά με άλογα) δυνατή φωνή παρότρυνσης, ενθάρρυνσης
5. (για ήχο αυλών) συμφωνία («ἐν αὐλῶν παμφώνοις ὁμοκλαῑς», Πίνδ.)
6. (σχετικά με άνεμο ή με φωτιά) ήχος, θόρυβος, βοή
7. έφοδος, επίθεση, προσβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ., το β' συνθετικό της οποίας πρέπει να αναζητηθεί στο θ. κλη- της δισύλλαβης ρίζας καλή- του ρήματος καλώ (με μηδενισμένο το α' φωνήεν και απαθές το β' φωνήεν, πρβλ. κέ-κλη-μαι, κλή-σις, κλη-τός). Ο τ. ὁμοκλᾱν, ωστόσο, που μαρτυρείται στον Αισχύλο, γεννά προβλήματα με το μακρό ᾱ, που μπορεί να ερμηνευθεί είτε ως υπερδωρισμός είτε ως θηλυκό ενός αμάρτυρου επιθ. ὁμοκλός (πρβλ. νεο-γνός). Για το α' συνθετικό της λ., άλλοι, θεωρώντας τη σημ. «ταυτόχρονη κραυγή πολλών ανθρώπων» ως αρχική, το ανάγουν στο επίθ. ὁμός, ενώ, κατ' άλλους, ο τ. ὀμοκλή (με ψιλή, που θα μπορούσε να οφείλεται και σε ιωνική ψίλωση) οδηγεί στη σύνδεση του α' συνθετικού με αρχ. ινδ. ama- «δύναμη, επίθεση» και αβεστ. ama- «δύναμη», άποψη που προσκρούει όμως σε σημασιολογικές δυσχέρειες].