οὐρός

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρός Medium diacritics: οὐρός Low diacritics: ουρός Capitals: ΟΥΡΟΣ
Transliteration A: ourós Transliteration B: ouros Transliteration C: ouros Beta Code: ou)ro/s

English (LSJ)

ὁ,

   A trench or channel for hauling up and launching ships, οὐροὺς ἐξεκάθαιρον Il.2.153, cf. Poll.10.149.

German (Pape)

[Seite 420] ὁ, (ορ), ein Graben, in welchem die Schiffe aus dem Meere aufs Land gezogen wurden, nach Eust. ὁ τόπος, ὅθενναῦς ὀρούει, ὁρμᾷ, καθελκομένη εἰς θάλασσαν, Il. 2, 153, wo es von den steh zur Heimfahrt rüstenden Griechen heißt οὐρούς τ' ἐξεκάθαιρον, ὑπὸ δ' ᾕρεον ἕρματα νηῶν, sie werden gereinigt, um die Schiffe ins Meer zu ziehen, da sie während der langen Zeit, welche seit der Ankunft der Griechen vor Troja vergangen war, allmälig vergraset od. verschüttet waren; VLL. erkl. νεώρια, περιορίσματα τῶν νεῶν, auf eine andere Ableitung hindeutend. ὁ, ion. = ὀρός, Blutwasser, Nic. Th. 708; bei Leo phil. 6 in einer komischen Anwendung des homerischen Verses οὐρόν τε προέηκεν ἀπήμονα, für Saamenerguß.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρός: -οῦ, ὁ, ταφροειδὲς ὄρυγμα δι’ οὗ ἀνεῖλκον εἰς τὴν ξηρὰν καὶ καθεῖλκον εἰς τὴν θάλασσαν τὰ πλοῖα, οὐροὺς ἐξεκάθαιρον, δηλ. οἱ οὐροὶ εἶχον ἐμφραχθῆ διὰ τοῦ χρόνου καὶ ἔπρεπε νὰ καθαρισθῶσι πρὶν ἢ τὸ πλοῖον καθελκυσθῇ εἰς τὴν θάλασσαν πρὸς πλοῦν, Ἰλ. Β. 153· παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. ἡ τάφρος αὕτη καλεῖται ὀλκός, Δ. 375, πρβλ. Πολυδ. Ι΄ 134.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
canal pour traîner les navires du rivage à la mer ou de la mer au rivage.
Étymologie: R. Ὀρ, creuser ; cf. ὀρύσσω.

English (Autenrieth)

(ὀρύσσω): ditch, channel, serving as ways for ships in drawing them down into the sea, Il. 2.153†.

Greek Monolingual

οὐρός, ὁ (Α)
ταφροειδές όρυγμα το οποίο χρησιμοποιούσαν για την ανέλκυση τών πλοίων στην ξηρά και για την καθέλκυσή τους στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνδέεται με το ρ. ἐρύσσω (πρβλ. αρχ. σλαβ. rovŭ «τάφρος»), ενώ κατ' άλλους ο τ. συνδέεται με το οὖρον (βλ. λ. όρος (Ι)].

Greek Monolingual

(I)
οὖρος, ὁ (Α)
φύλακας, φρουρός, επόπτηςΝέστωρ οἷος ἔμιμνε Γερήνιος, οὖρος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ορώ].———————— (II)
οὖρος, ὁ (Α)
ούριος άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οὖρος ανάγεται πιθ. σε ὄρFος και συνδέεται με το ρ. ὄρνυμαι / ὀρούω. Στην περίπτωση αυτή η δίφθογγος ου- του τ. οφείλεται σε ομηρισμό ή ιωνισμό].———————— (III)
οὖρος, ὁ (Α)
ιων. τ. βλ. όρος (Ι).———————— (IV)
οὖρος, ὁ (Α)
(ενν. βοῡς) άγριο βόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. urus, -i «άγριο βόδι»].———————— (V)
οὖρος, τὸ (Α)
βλ. όρος (II).