πολύτροπος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύτροπος Medium diacritics: πολύτροπος Low diacritics: πολύτροπος Capitals: ΠΟΛΥΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: polýtropos Transliteration B: polytropos Transliteration C: polytropos Beta Code: polu/tropos

English (LSJ)

ον, (τρέπω)

   A much-turned, i.e. much-travelled, much-wandering, epith. of Odysseus, Od.1.1, 10.330.    II turning many ways: metaph., shifty, versatile, wily, of Hermes, h.Merc.13,439; τοῖς ἀσθενέσι καὶ π. θηρίοις Pl.Plt.291b; and in this sense Plato took the word as applied to Odysseus, Hp.Mi.364e (Sup.), al.; τὸ π. τῆς γνώμης their versatility of mind, Th.3.83; τὸ π., of Alcibiades, Plu.Alc. 24.    2 fickle, ὅμιλος Ps.-Phoc.95.    3 of diseases, changeful, complicated, Plu.Num.22; also πόλεμος τοῖς πάθεσι ποικίλος καὶ ταῖς τύχαις πολυτροπώτατος Id.Mar.33; στρατεία Eun.Hist. p.223D.    III various, manifold, ξυμφοραί Th.2.44; ἐπιθυμίαι, ἐθισμοὶ τῶν λέξεων, Epicur.Fr.471, Nat.28.1 (p.7V.); κακά Ph.2.567; ἔθνη Plu.Marc.12; τύχαι Id.Alc.2; ὄργια Lyr.Alex.Adesp.36.3; τὸ π. Phld.Sign.26. Adv. -πως in many manners, Meno Iatr.20.31, Ph.2.512, Ep.Hebr.1.1, Iamb.Comm.Math.12: Comp., -ωτέρως καὶ ποικιλωτέρως Epicur.Nat.5 G.

German (Pape)

[Seite 675] viel hin- u. hergewendet, viel herumgetrieben, in der Welt herumgeworfen, Beiname des Odysseus, Od. 1, 1. 10, 330, mit dem Nebenbegriffe des daraus sich ergebenden Listig- u. Verschlagenseins, vgl. Voß mythol. Briefe I p. 102 u. Wolf's Anal. 3 p. 145; viel gewandt, listig ist es H. h. Merc. 13. 439; Thuc. 3, 83; ἐν πολυτρόποις ξυμφοραῖς ἐπίστανται τραφέντες, 2, 44; τοῖς ἀσθενέσι καὶ πολυτρόποις θηρίοις, Plat. Polit. 291 b; πολυτροπώτατος, Hipp. min. 364 c; übh. vielfältig, mannichfaltig, wie man es schon bei Thuc. a. a. O. nehmen kann, Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πολύτροπος: -ον, (τρέπω) ὁ εἰς πολλὰ μέρη τραπείς, πολυπλάνητος, Λατ. multum jactatus, ἐπίθ. τοῦ Ὀδυσσέως ἐν τῇ Ὀδ., π. χ. Α. 1, Κ. 330· ― ὅτι δὲ αὕτη εἶναισημασία ἐνταῦθα καὶ οὐχὶ ἡ ΙΙ. 2, εἶναι κατάδηλον ἐκ τῆς ἑπομένης ἐπεξηγήσεως ― ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη κτλ. ΙΙ. ὁ στρεφόμενος κατὰ πολλοὺς τρόπους ἢ κατὰ πολλὰς διευθύνσεις, ἐπὶ τοῦ πολύποδος, Θέογν 215. 2) μεταφορ., εὔστροφος, πανοῦργος, δόλιος, Λατ. versatus, versatilis, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 13. 439· τοῖς ἀσθενέσι καὶ π. θηρίοις Πλάτ. Πολιτικ. 291Β· καὶ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ἐκλαμβάνει τὴν λέξιν ὁ Πλάτων ὅταν ἀναφέρηται εἰς τὸν Ὀδυσσέα, Ἱππ. Ἐλάττ. 364Ε, 365Β, 369Β· τὸ π. τῆς γνώμης, ἡ εὐστροφία τοῦ πνεύματος αὐτῶν, Θουκ. 3. 83· τὸ π., ἐπὶ τοῦ Ἀλκιβιάδου, Πλουτ. Ἀλκ. 24· ― ὅμιλος Ψευδο-Φωκυλ. 89. 3) ἐπὶ νόσων, εὐμετάβολος, πολύπλοκος, Πλουτ. Νουμ. ἐν τέλ.· πόλεμος τοῖς πάθεσι ποικίλος καὶ ταῖς τύχαις πολυτροπώτατος ὁ αὐτ. ἐν Μαρ. 33. ΙΙΙ. ποικίλος, πολλαπλοῦς, ξυμφοραὶ Θουκ. 2. 44· ἔθνη Πλουτ. Μάρ. κελλ. 12· τύχαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 2. ― Ἐπίρρ. -πως κατὰ πολλοὺς τρόπους, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. α΄, 1. ― Κατὰ τὸν Εὐστάθ. εἰς Ὀδυσ. Α, 1, «τὸ πολύτροπον ταὐτόν ἐστι τῷ εὐκίνητον, ποικίλον, πολύτημιν, πολύνουν, ἐπιχειρηματικόν, πολύβουλον, πολύστροφον, οὐκ ἐφ’ ἑνὸς ἑστῶτα..., τρεπόμενον δὲ πολλὰς ὁδοὺς βουλευμάτων, ὡς Ὀδυσσεῖ πρέπει τῷ πολυμηχάνω, τῷ παντοίοις δόλοις κεκοσμημένῳ... πολύφρων ὡς ποιητὴς μετ’ ὀλίγα ἐρεῖ, καὶ ὡς Εὐριπίδης ἂν εἴποι, ποικιλόφρων».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui se tourne en beaucoup de sens ; qui erre çà et là, qui parcourt mille lieux divers;
2 fig. souple, habile, industrieux ; en mauv. part fourbe, rusé ; τὸ πολύτροπον esprit de ruse, mobilité d’humeur, versatilité;
3 très divers, très varié;
Sp. πολυτροπώτατος.
Étymologie: πολύς, τρέπω.

English (Autenrieth)

(τρέπω): of many shifts, versatile, epith. of Odysseus, Od. 1.1 and Od. 10.330.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύτροπος, -ον, ΝΜΑ
(κυρίως ως προσωνυμία του Οδυσσέως αλλά και του Ερμού) (με μτφ. σημ.) αυτός που επινοεί πολλούς τρόπους, πολυμήχανος, δόλιος, πανούργος
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με πολλούς τρόπους
αρχ.
1. (ως προσωνυμία του Οδυσσέως) αυτός που περιπλανήθηκε σε πολλά μέρη, πολυπλάνητος («ἄνδρα μοι ἔννεπε,...πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη», Ομ. Οδ.)
2. (για τον πολύποδα) αυτός που στρέφεται με πολλούς τρόπους ή προς πολλές διευθύνσεις
3. αυτός που μεταβάλλει τις διαθέσεις, τα αισθήματά του, ο άστατοςπολύτροπος ὄμιλος», Φωκυλ.)
4. (για νόσο) πολύπλοκος ή ευμετάβλητος
5. πολυποίκιλος, πολλαπλός («πολύτροποι ἐπιθυμίαι», Θουκ.)
6. το ουδ. ως ουσ.τὸ πολύτροπον
α) η ευστροφία του πνεύματος, η πανουργία
β) ποικιλία, πολλαπλότητα.
επίρρ...
πολυτρόπως ΝΜΑ
με πολλούς τρόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τροπος (< τρόπος < τρέπω), πρβλ. ιδιό-τροπος].