ῥάκος
English (LSJ)
[ᾰ], εος, τό,
A ragged, tattered garment, δὸς ῥ. ἀμφιβαλέσθαι Od. 6.178, cf. 13.434, 14.342,349 (never in Il.); ἀνθ' ἱματίου μὲν ἔχειν ῥ. Ar.Pl.540; ῥ. φορεῖ Antiph.204.6, PPetr.3p.115 (iii B.C.), cf. Philem. 146: freq. in pl. ῥάκεα, Att. ῥάκη, rags, tatters, Od.14.512, 18.67,74, 19.507,al., Hdt.3.129, S.Ph.39,274; ἐν ῥάκεσι περιφθείρεσθαι Isoc.Ep. 9.10. 2 generally, strip of cloth, ῥάκεα φοινίκεα Hdt.7.76, cf. Ev.Matt.9.16, Arr.Tact.35.3: even a strip of flesh, σώματος ῥ. A.Pr. 1023. 3 collectively, rag, lint, Hp.Morb.2.36; ῥάκη λινᾶ Dsc.5.75.15. II in pl. also, rents in the face, wrinkles, Ar.Pl.1065. III metaph., rag, remnant, εἰκάσαι τὸ ἐρείπιον ῥάκει οἰκίας Anon. ap. Arist. Rh.1413a6; of an old seaman, ἁλίοιο βίου ῥ. AP9.242 (Antiphil.), cf. 7.380 (Crin.), Luc.Tim.32.—The Aeol. form βράκος (q.v.), used of a garment, lacks the sense 'ragged'.
German (Pape)
[Seite 833] τό, 1) zerrissenes, zerlumptes, zerfetztes Kleid, Lumpen, Fetzen; oft in der Od.; ῥάκος ἀμφιβαλέσθαι, 6, 178. 13, 434 u. sonst; ζώσατο μὲν ῥάκεσιν περὶ μήδεα, 18, 67; übh. ein Stück Zeug, ῥάκεα φοινίκια, Her. 7, 76. Auch wie bei uns übrtr., διαρταμήσει σώματος μέγα ῥάκος, Aesch. Prom. 1025, θάλπεται ῥάκη, Soph. Phil. 39. 274, ἀμφίβληστρα σώματος ῥάκη, Eur. Hel. 1085; Ar. Plut. 540 Ran. 406 u. öfter; ῥάκος πολυσχιδές, Luc. merc. cond. 39 u. öfter; Plut. u. a. Sp. – 2) die Runzeln im Gesicht, vgl. Ar. Plut. 1064, εἰ δ' ἐκπλυνεῖται τοῦτο τὸ ψιμύθιον, wenn sie die Schminke aus-, abwaschen wird, ὄψει κατάδηλα τοῦ προσώπου τὰ ῥάκη, wo der Schol. τὰς ῥυτίδας erkl.; Antiphil. 41 (IX, 242) nennt einen alten Schiffer μυριέτης ἁλίοιο βίοιο ῥάκος, einen Fetzen, Ueberbleibsel, Trümmer; vgl. Luc. Tim. 32; Jac. A. P. p. 308. – S. auch βράκος.
Greek (Liddell-Scott)
ῥάκος: [ᾰ], εος, τό, ἔνδυμα ἐσχισμένον καὶ ἐφθαρμένον, ῥάκος ἀμφιβαλέσθαι Ὀδ. Ζ. 178, πρβλ. Ν. 434, Ξ. 342, 349· ἀνθ’ ἱματίου μὲν ἔχειν ῥάκος Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 540· ῥάκος φορεῖ Ἀντιφάνης ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 6, πρβλ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 53· ― συχν. ἐν τῷ πληθ. ῥάκεα, Ἀττ. ῥάκη, ἐφθαρμένα καὶ ἐσχισμένα ἐνδύματα, «κουρέλια», Ὀδ. Ξ. 512, Σ. 67, 74, Τ. 507, κ. ἀλλ., Ἡρόδ. 3. 129, Σοφ. Φιλ. 39, 274· (οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ἰλ.). 2) καθόλου, λωρὶς ἢ ταινία ὑφάσματος, ῥάκεα φοινίκεα Ἡρόδ. 7. 76· ἔτι δὲ καὶ λωρὶς σαρκός, τεμάχιον ἀπεσπασμένον, σώματος ῥ Αἰσχύλ. Πρ. 1023. 3) περιληπτικῶς, τεμάχιον παλαιοῦ ὑφάσματος, μοτόν, ξαντόν, Ἱππ. 472. 30, Διοσκ. κλ. ΙΙ ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, ῥυτίδες τοῦ προσώπου, Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 1065. ΙΙΙ. μεταφορ., ῥάκος, λείψανον, ὑπόλοιπον, εἰκάσαι τὸ ἐρείπιον ῥάκει οἰκίας Ἀνώνυμ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητορ. 3. 11, 13· ἐπὶ γέροντος ναύτου, ἁλίοιο βίου ῥάκος Ἀνθ. Π. 9. 242, πρβλ. 7, 380, Λουκ. Τίμ. 32. ― Ὁ Αἰολ. τύπος βράκος (ὃ ἴδε) δὲν ἔχει τὴν περιφρονητικὴν σημασίαν. (Ὁ Αἰολ. οὗτος τύπος ὡς καὶ ἡ σημασία τῆς λέξεως ὑποδεικύουσιν ἐτυμολογίαν ἐκ τῆς ϜΡΑΓ (ἴδε ῥήγνυμι)· ἀλλ’ ἡ ἐναλλαγὴ τοῦ γ καὶ κ δὲν εἶναι ἀναμφισβητήσιμος· ὁ δὲ Κούρτ. προτιμᾷ νὰ ἀναφέρῃ τὴν λέξιν ῥάκος εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν καὶ τὰς λέξεις λάκος, λακίς, lacero, lacerna, πρβλ. Σανσκρ. vra←ќ (scindere) Ἀλλ’ ὅμως ἡ χρῆσις τοῦ ῥακόομαι, ῥάκωσις, παραβαλλομένου πρὸς τὸ Λατ. ruga (vruga), Ἀγγλο-Σαξον. wrinc-le, διακιολογεῖ μᾶλλον τὴν παλαιὰν ἐτυμολογίαν).
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 morceau d’étoffe déchiré, haillon, loque ; en gén. morceau d’étoffe, lambeau ; p. anal. lambeau de chair;
2 p. ext. débris, ruines (d’une maison) ; fig. en parl. de pers.
3 ride.
Étymologie: apparenté à λακίς, de la R. Λακ déchirer ; cf. lat. lacero.
English (Autenrieth)
εος (ϝρ.): ragged garment, tatters. (Od.)
Spanish
English (Strong)
from ῥήγνυμι; a "rag," i.e. piece of cloth: cloth.
Greek Monolingual
το / ῥάκος, -εος, ΝΜΑ, και ῥάκκος και αιολ. τ. βράκος Α
1. φθαρμένο και κατασχισμένο ένδυμα
2. κομμάτι παλιού υφάσματος
νεοελλ.
1. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει εξαντληθεί σωματικά ή ψυχικά («μετά την κηδεία ήταν ένα ράκος ανθρώπινο»)
2. φρ. «ράκη φράσεων» — ακατάλειπτα, ασυνάρτητα απομεινάρια λέξεων, σκόρπιες λέξεις
αρχ.
1. τεμάχιο υφάσματος, ρετάλι
2. τμήμα δέρματος αποσπασμένο από το σώμα
3. (περιλπτ.) είδος γάζας από νήματα λινού υφάσματος που τοποθετείται πάνω στις πληγές, ξεντό
4. (κατ' επέκτ.) κάθε λείψανο ή απομεινάρι που προκαλεί θλίψη («εἰκάσαι τὸ ἐρείπιον ῥάκει οἰκίας», Αριστοτ.)
5. στον πληθ. τὰ ῥάκη
οι ρυτίδες του προσώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αιολ. τ. βράκ-αλον (πρβλ. ῥόπ-αλον, σκύτ-αλον) και βράκετ(ρ)ον, που επιβεβαιώνουν την παρουσία αρκτικού F στο θ. της λ., θα μπορούσαν να την αναγάγουν σε ΙΕ ρίζα wer-k- > wre-k- > wresk- «ανοίγω, σχίζω, χαράσσω» (πρβλ. αρχ. ινδ. vrścati «σχίζω, καταστρέφω», αρχ. σλαβ. vraska «ρυτίδα»)].