καταίρω
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
English (LSJ)
A take down, only in Aeol. form κατ-αέρρω for κατ-αείρω (q.v.): elsewh. II intr., come down, swoop, of birds, ἐς τὰ βιβλία Ar.Av.1288; ἐς Δελφούς Paus.10.15.5; ἀφ' ἑτέρας τινὸς γῆς ἐνταῦθα Plu.Rom.9; of bees, ἐπὶ τὸν θύμον κ. Id.2.41f; of persons, κ. ἀπ' ὄχθων X.Eq.Mag.6.5; ἐκεῖσε E.Ba.1294; εἰς τὰς Ἀθήνας Pl. Hp.Ma.281a; εἰς τὰς τῶν πολεμίων Χεῖρας Plu.Phil.14. 2 of ships, put into port, put in, ἐς Καῦνον Th.8.39; εἰς τὴν Χώραν Hell.Oxy.16.1; ἐπὶ νῆσον, πρὸς τὴν Πανορμῖτιν, Plb.1.60.3, 1.56.3; ἀπὸ τῆς Συρίας δευρί Alciphr.1.38.
German (Pape)
[Seite 1351] (s. αἴρω), herunterheben, -bringen; gew. intrans., herunterkommen; κατῆρας εἰς τὰς Ἀθήνας Plat. Hipp. mai. A.; κατάραντος τοῦ στρατεύματος ἐπὶ τοὺς τόπους Pol. 28, 12, 3; ἀπ' ὄχθων καταίρειν, herabspringen, Xen. Hipparch. 5, 6; von Schiffen, in den Hafen einlaufen, anlanden, ἐς τὴν Καῦνον κατῆραν Thuc. 8, 39: μετὰ τοῦ στόλου εἰς Κόρινθον Pol. 5, 17, 8; ἐπὶ τὴν νῆσον 1, 60, 3; πρὸς τὴν Πανορμῖτιν 1, 56, 3; Sp.; von Vögeln, herabfliegen, Ar. Av. 1288; ankommen, ἐνταῦθα Plut. Rom. 9; ἐς Δελφούς Paus. 10, 15, 5; – nach B. A. 104, 15 übh. = ἐλθεῖν, ἐκεῖσε Eur. Bacch. 1293. – Das med. καταρέσθαι erkl. Hesych. καταλύειν.
Greek (Liddell-Scott)
καταίρω: μέλλ. -ᾰρῶ, κατὰ τὸ πλεῖστον ἀμετάβ., κατέρχομαι, καταβαίνω, ἐφορμῶ·― ἐπὶ πτηνῶν, καταπέτομαι, ἐς τὰ βιβλία Ἀριστοφ. Ὄρν. 1288· ἐς Δελφοὺς Παυσ. 10. 15, 5· ἐνταύθα Πλουτ. Ρωμ. 9· οὕτως ἐπὶ μελισσῶν, ὁ αὐτ. 2. 41F·― ἐπὶ προσώπων, κατ. ἀπ’ ὄχθων, καταπηδῶ, Ξεν. Ἱππαρχ. 6, 5· ἐκεῖσε Εὐρ. Βάκχ. 1293· ἐς Ἀθήνας Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 281Α, κτλ. 2) ἐπὶ πλοίων, καταπλέω, φθάνω, εἰσέρχομαι εἰς τὸν λιμένα, ἐς Καῦνον Θουκ. 8. 39· ἐκ… ἐπὶ… ἢ πρὸς… Πολύβ. 1. 56, 3., 60. 3· ἀπὸ… δευρὶ Ἀλκίφρ. 1. 38 (ἀντίθ. ἀπαίρω), ― Καθ’ Ἡσύχ. «κατήραμεν· ἤλθομεν»· παρ’ αὐτῷ καὶ ὁ μεσ. τύπος, «καταρέσθαι· καταλύειν».
French (Bailly abrégé)
f. καταρῶ, ao. κατῆρα > part. κατάρας;
1 débarquer, aborder, avec εἰς et l’acc.;
2 en gén. descendre, s’abattre sur.
Étymologie: κατά, αἴρω.
Greek Monolingual
καταίρω, αιολ. τ. καταέρρω (Α)
1. απέρχομαι, εφορμώ
2. (για πρόσ.) καταπηδώ
3. (για πτηνά) πετώ προς τα κάτω
4. (για πλοία) φθάνω στο λιμάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αἴρω «σηκώνω»].
Greek Monotonic
καταίρω: μέλ. -ᾰρῶ, αμτβ.
I. κατεβαίνω, εφορμώ, βουτώ, λέγεται για πτηνά, σε Αριστοφ.· λέγεται για πρόσωπα, σε Ευρ. κ.λπ.
II. για πλοία, μπαίνω στο λιμάνι, καταπλέω, σε Θουκ.