κοιλαίνω
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
aor.
A ἐκοίληνα Hdt.2.73; Att. ἐκοίλᾱνα Th.4.100:—Med., Ep. aor. κοιλήνατο Nonn.D.12.332:—Pass., aor. ἐκοιλάνθην Hp.Epid.7.52: pf. κεκοίλασμαι Id.Medic.11; -αμμαι EM233.51: (κοῖλος):—hollow, scoop out, τὸ ᾠόν Hdt. l.c.; πέτρην κοιλαίνει ῥανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ Choeril.10; κ. δένδρα, of the woodpecker, Arist.HA614b14; κ. χῶμα, i.e. dig a grave, Theoc.23.43; κ. τὰς χεῖρας Ath.11.479a; κ. ὄμματα APl.4.142, cf. Opp.H.4.19:—Pass., to be or become hollow, ἔντοσθε, of ulcers, Hp.Medic.l.c.; ὀφθαλμοὶ κ. Id.Acut.30; κ. κατὰ τὸν κενεῶνα καὶ κατὰ τὰ ἄρθρα Id.Art.52; of poor timber, go into holes, Thphr.HP3.12.1. II make empty, make poor, Lyc.772. 2 allow to lapse, of payments, BGU1156.18 (i B.C.), PSI4.287.16 (iv A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1466] aor. ἐκοίληνα, att. ἐκοίλανα, z. B. Thuc. 4, 100, perf. pass. κεκοίλασμαι, Hippocr., aber κεκοίλαμμαι E. M. 233, 58; – hohl machen, aushöhlen; κοιλήναντα τὸ ᾠόν Her. 2, 73; κοιλάναντες τὰς χεῖρας Ath. XI, 479 a; χῶμα δέ μοι κοίλανον Theocr. 23, 43, höhle mir ein Grab aus; τάφρον Poll. 1, 161; übertr. vom Zorn, hohle Augen machen, ἐκ κραδίης σέο θυμὸς ὄμματα κοιλήνας ἐς χόλον ηὐτρέπισεν Ep. ad. 302 (Plan. 142); vgl. Opp. Hal. 4, 19; leer machen, arm machen, Lycophr. 722; pass. vom Styl, hohl, matt sein, Luc. hist. conscr. 55.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ· ἀόρ. ἐκοίληνα Ἡρόδ., Ἀττ. ἐκοίλᾱνα Θουκ. 4. 100. ― Μέσ., Ἐπικ. ἀόρ. κοιλήνατο Νόνν. 12. 332. ― Παθ., ἀόρ. ἐκοιλάνθην Ἱππ. 1225Ε· πρκμ. κεκοίλαμμαι ὁ αὐτ. 21. 33 (ἔνθα κακῶς -ασμαι), Ἐτυμ. Μέγ. 233. 51· (κοῖλος). Κάμνω τι κοῖλον, ἀποκοιλαίνω, διακοιλαίνω, τὸ ᾠὸν Ἡρόδ. 2. 73· κ. δένδρα, ἐπὶ τοῦ δρυοκολάπτου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 9, 4· κ. χῶμα, δηλ. σκάπτω τάφον, Θεόκρ. 23. 43· κ. τὰς χεῖρας Ἀθήν. 479Α· κ. ὄμματα Ἀνθ. Πλαν 142, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 4. 19. ― Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι κοῖλος, ἔντοθεν, ἐπὶ ἑλκῶν, Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὀφθαλμοὶ ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388· κ. κατὰ τόπον ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 819. ΙΙ. κάμνω τι κενόν, κάμνω τινὰ πτωχόν, ὡς τὸ κενόω, Λυκόφρ. 772.
French (Bailly abrégé)
f. inus., ao. ἐκοίλανα, pf. inus.
Pass. ao. ἐκοιλάνθην, pf. κεκοίλασμαι;
1 creuser;
2 vider ; Pass. être creux, vide.
Étymologie: κοῖλος.
Greek Monolingual
(AM κοιλαίνω) κοίλος
κάνω κάτι κοίλο, βαθουλώνω («κοιλήναντα τὸ ᾠὸν τὸν πατέρα ἐς αὐτὸ ἐντιθέναι», Ηρόδ.)
μσν.
μέσ. κοιλαὶνομαι
έχω βάσανα στο μυαλό μου
αρχ.
1. κάνω κάποιον φτωχό
2. (για πληρωμή) δίνω προθεσμία για πληρωμή
3. μέσ. (για συγγραφή) έχω χαλαρό ύφος
4. παθ. (για ξύλο) γεμίζω οπές.
Greek Monotonic
κοιλαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, αόρ. αʹ ἐκοίληνα, Αττ. ἐκοίλᾱνα· (κοῖλος)· εκκενώνω, αδειάζω, ανασκάπτω, κουφώνω, κάνω κάτι κοίλο, σε Ηρόδ.· κ. χῶμα, δηλ. σκάβω τάφο, σε Θεόκρ.