κυβερνήτης

From LSJ
Revision as of 00:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβερνήτης Medium diacritics: κυβερνήτης Low diacritics: κυβερνήτης Capitals: ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ
Transliteration A: kybernḗtēs Transliteration B: kybernētēs Transliteration C: kyvernitis Beta Code: kubernh/ths

English (LSJ)

(Aeol. κυμερνήτης, q.v.), ου, ὁ,

   A steersman, pilot, Il.19.43, Od.9.78, A.Supp. 770, Hdt.2.164, Ar.Th.837, Th.7.70, Pl.R.341c, etc.; skipper of Nileboat, ναύκληρος καὶ κ. PHib.1.39.6 (iii B.C.), cf. PGiss.11 (ii A.D.), etc.    2 metaph., guide, governor, E.Supp.880, Pl.Phdr.247c; as an official title, PMasp.89 iii 1 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1522] ὁ, der Steuermann, zunächst des Schiffes; Od. 3, 279; τὰς (νῆας) δ' ἄνεμός τε κυβερνῆταί τ' ἴθυνον 9, 78; φιλεῖ ὠδῖνα τίκτειν νὺξ κυβερνήτῃ σοφῷ Aesch. Suppl. 751; a. D., wie in Prosa; κυβερνήτεα im acc., Her. 8, 18; ihm entspricht der πρωρεύς auf der πρώρα, Xen. An. 5, 8, 20. – Uebertr., bes. vom Lenker des Staates; πόλις κακῶς κλύουσα διὰ κυβερνήτην κακόν Eur. Suppl. 880; κυβερνήτῃ νῷ χρῆται Plat. Phaedr. 247 c.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβερνήτης: -ου, ὁ, κυβερνήτης πλοίου, πηδαλιοῦχος, Λατ. gubernator, Ἰλ. Τ. 43, Ὀδ. Ι. 78, Ἡρόδ. 2. 164 (ἐν Ἰων. αἰτ. κυβερνήτεα), Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 770, Ἀριστοφ. Θεσμ. 837, Θουκ. 7. 70, κτλ. 2) μεταφ., ὁ κυβερνῶν πόλιν, ἐπεί τοι κοὐδὲν αἰτία πόλις κακῶς κλύουσα διὰ κυβερνήτην κακὸν Εὐρ. Ἱκέτ. 880, Πλάτ. Φαῖδρ. 247C.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. primit. pilote, chef de timonerie;
II. postér. officier de marine :
1 commandant en second d’un navire, subordonné au triérarque;
2 commandant de l’arrière.
Étymologie: κυβερνάω.

English (Autenrieth)

εω, and κυβερνητήρ, ῆρος: helmsman, pilot. (Od.)

Spanish

conductor

English (Strong)

from the same as κυβέρνησις; helmsman, i.e. (by implication) captain: (ship) master.

English (Thayer)

(κυκλεύω) 1st aorist ἐκύκλευσα; to go round (Strabo and other later writers); to encircle, encompass, surround: τήν παρεμβολήν, R G Tr ἐκύκλωσαν); (τινα, Tr marginal reading WH marginal reading; (see WH's Appendix, p. 171)).

Greek Monolingual

ο, θηλ. κυβερνήτρα (AM κυβερνήτης, θηλ. κυβερνῆτις, -ιδος, Α αιολ. τ. κυμερνήτης) κυβερνώ
1. αυτός που διοικεί, που κυβερνά το κράτος (α. «κανένας κυβερνήτης δεν έδωσε σημασία στο χωριό μας» β. «ἐπεί τοι κοὐδὲν αἰτία κακῶς κλύουσα διὰ κυβερνήτην κακόν», Ευ ρ.)
2. αυτός που κυβερνά πλοίο ή άλλο όχημα και έχει το ανώτατο πρόσταγμα σ' αυτό (α. «ο κυβερνήτης του αεροσκάφους» β. «ο κυβερνήτης του υποβρυχίου» γ. «τὰς δ' ἄνεμός τε κυβερνῆται τ' ἴθυνον», Ομ. Οδ.)
3. ρυθμιστής, συντονιστής (α. «στο βοσκό τών τραγουδιών ήρθες, κυβερνήτρα τών καρδιών», Παλαμ.
β. «ἡ γὰρ ἀχρώματός τε... καὶ ἀναφὴς οὐσία ὄντως ψυχῆς οὖσα κυβερνήτῃ μόνῳ θεατὴ νῷ», Πλάτ.)
νεοελλ.
τίτλος του πρώτου μετά την απελευθέρωση ανώτατου άρχοντα της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια.

Greek Monotonic

κῠβερνήτης: -ου, ὁ (κυβερνάω),
1. κυβερνήτης πλοίου, πηδαλιούχος, πλοηγός, Λατ. gubernator, σε Όμηρ. κ.λπ.· Ιων. αιτ. κυβερνήτεα, σε Ηρόδ.
2. μεταφ., οδηγός, κυβερνήτης, άρχοντας, σε Ευρ., Πλάτ.