Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προφθάνω

From LSJ
Revision as of 01:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προφθάνω Medium diacritics: προφθάνω Low diacritics: προφθάνω Capitals: ΠΡΟΦΘΑΝΩ
Transliteration A: prophthánō Transliteration B: prophthanō Transliteration C: profthano Beta Code: profqa/nw

English (LSJ)

[ᾰ],

   A outrun, anticipate, c. acc., προφθάσασα καρδία γλῶσσαν A.Ag.1028 (lyr.); ἐγὼ . . σε προφθάσας λέγω . . Pl.R.500a, cf. PCair.Zen.520.2 (iii B.C.): c. part., προὔφθης με παρακύψασα Ar.Ec. 884, cf. Th.7.73, LXX 1 Ki.20.25, al.: c. gen., προέφθασα τοῦ φυγεῖν ib.Jn.4.2, cf. 1 Ma.10.4.    2 abs., to be beforehand, στόματι E.Ph. 1385, Theo Sm.p.160H.: aor. Med., προφθάμενος A.R.4.913.

German (Pape)

[Seite 797] (s. φθάνω), Einem zuvorkommen; προφθάσασα καρδία γλῶσσαν ἂν τάδ' ἐξέχει, Aesch. Ag. 1028; προφθῆναι θέλων, Eur. Phoen. 1394; προὔφθης με παρακύψασα, Ar. Eccl. 884; Thuc. 3, 69; ἐγώ σε προφθάσας λέγω, Plat. Rep. VI, 500 a; προφθάσας αὐτὸν ἔφη, Ath. III, 109 b, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προφθάνω: [ᾰ], μέλλ. -φθάσω [ᾰ] καὶ -φθήσομαι· - φθάνω πρὸ ἄλλου, προλαμβάνω, προφθάνω, μετ’ αἰτ., προφθάσασα καρδία γλῶσσαν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1028· ἐγὼ… σε προφθάσας λέγω… Πλάτ. Πολ. 500Α· ὡσαύτως μετὰ μετοχ., προὔφθης με παρακύψασα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 884, πρβλ. Θουκ. 7. 73. 2) ἀπολ., προλαμβάνω, προφθῆναι θέλων «προλαβεῖν θέλων» (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 1385 ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. ἀορ., προφθάμενος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 913, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 13. 19.

French (Bailly abrégé)

prévenir, devancer, acc..
Étymologie: πρό, φθάνω.

English (Strong)

from πρό and φθάνω; to get an earlier start of, i.e. anticipate: prevent.

English (Thayer)

1st aorist προέφθασα; to come before, to anticipate: αὐτόν προεφθασε λέγων, he spoke before him (R. V. spake first to him), or anticipated his remark, Aeschylus, Euripides, Aristophanes, Plutarch; the Sept..)

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και προφταίνω κ. προφτάνω Ν
1. προλαβαίνω να κάνω κάτι πριν από κάποιον άλλο ή προτού συμβεί κάτι (α. «πρόφτασα και βγήκα από το σπίτι» β. «προέφθασεν αὐτὸν ὁ Ἰησοῡς λέγων»
ΚΔ, γ. «προφθάσασα καρδία γλῶσσαν»
Αισχύλ.)
2. την κατάλληλη στιγμή διασώζω κάποιον από κίνδυνο ή καταστροφή (α. «πρόφτασε, Παναγιά μου» β. «τὸ πρωϊ τὸ ἔλεός Σου προφθάσει με»
ΠΔ)
νεοελλ.
διαθέτω τον απαιτούμενο χρόνο, χρήμα, αντοχή κ.λπ. (α. «δεν προφταίνω να τελειώσω τη δουλειά μου απόψε» β. «δεν προφταίνω τα έξοδα τών παιδιών» γ. «έτρεχε γρήγορα, δεν μπορούσα να τον προφτάσω»).

Greek Monotonic

προφθάνω: [ᾰ], μέλ. -φθάσω [ᾰ] και -φθήσομαι, αόρ. αʹ -έφθᾰσα, αόρ. βʹ προὔφθην (όπως αν προερχόταν από ρήμα σε -μι
1. φθάνω, προφταίνω, με αιτ., σε Αισχύλ., Πλάτ.
2. απόλ., βρίσκομαι εκ των προτέρων, προλαβαίνω, σε Ευρ.