στύραξ
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
[ῠ] (A), ᾰκος, ὁ,
A storax, Mnesim.4.62 (anap.), Arist.HA 534b25, Thphr.HP9.7.3, Dsc.1.66, Sor.2.29, Aret.CD1.2, PSI4.297.12 (v A.D.). II στύραξ, ὁ or ἡ, the tree producing this gum, Styrax officinalis, fem. in Hdt.3.107, masc. in Str.12.7.3, Plu.Lys.28.
στύραξ [ῠ] (B), ᾰκος, ὁ,
A spike at the lower end of a spear-shaft, X. HG6.2.19, Pl.La.184a; shaft, ἀκοντίων Onos.10.4 (pl.).
German (Pape)
[Seite 959] ακος, ἡ, seltener ὁ, der Strauch od. Baum, der das Gummiharz storax, τὸ στύραξ, giebt, Strab., Diosc., Plut. Lys. 28. ακος, τό, storax, ein wohlriechendes, als Räucherwerk gebrauchtes Gummiharz, das der Strauch ἡ στύραξ giebt, Diosc. ακος, ὁ, wie σαυρωτήρ, das untere Ende des Lanzenschaftes, auch der ganze Schaft; ἕως ἄκρου τοῦ στύρακος ἀντελάβετο, Plat. Lach. 183 e; auch die ganze Lanze, der Speer selbst, Xen. Hell. 6, 2, 10; Plut. Marcell. 26.
Greek (Liddell-Scott)
στύραξ: (Α), ᾰκος, ὁ, storax, ἡδύοσμόν τι ῥητινῶδες κόμμι χρησιμεῦον ὡς θυμίαμα, ὀσμή σεμνὴ μυκτῆρα δονεῖ λιβάνου .. σμύρνης .. στύρακος Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 62, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 27, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 3, Διοσκ. 1. 79. ΙΙ. στύραξ, ἡ, τὸ δένδρον τὸ παράγον τὸ κόμμι τοῦτο, Ἡρόδ. 3. 107· ἀλλ’ ἀρσ. παρὰ Στράβ. 570, Πλουτ. Λύσανδρ. 28.
French (Bailly abrégé)
1ακος (ὁ) :
1 bout d’une lance;
2 p. ext. lance, pique.
Étymologie: DELG apparenté à σταυρός, στῦλος, de la grande famille de ἵστημι.
2ακος (ὁ) :
styrax, arbre qui produit la gomme ou résine dont on fait l’encens.
Étymologie: DELG étym. ignorée, suff. qui se retrouve dans de nombreux noms de plantes : δόναξ, θρῖδαξ, etc.
Par. λίβανος.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
-ακος, ο, ΝΑ, και στύραξ, ἡ, Α
βλ. στύρακας.———————— (II)
-ακος, ο, ΝΑ
(στην αρχαιότητα) το κάτω αιχμηρό άκρο του δόρατος το οποίο έμπηγαν στο έδαφος, ο σταυρωτήρ
αρχ.
κοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στῠρ-αξ (με επίθημα -αξ, πρβλ. πίν-αξ, χάρ-αξ) ανήκει, κατά μία άποψη, στην οικογένεια του ρ. ἵστημι και έχει σχηματιστεί από τη λ. σταυρός, αλλά με τον φωνηεντισμό τών τ. στῦλος, στύω, δηλ. από τη μηδενισμένη βαθμίδα στ- με βραχύ το φωνήεν -υ- της παρέκτασης (βλ. λ. σταυρός, στύλος, στύω). Κατ' άλλη άποψη, η λ. στύραξ με σημ. «κοντάρι» προήλθε από τη λ. στύραξ (Ι) «είδος δέντρου» (πρβλ. τη φρ. στυράκινα ἀκοντίσματα «ακόντια κατασκευασμένα από ξύλο στύρακα»). Ανάλογη περίπτωση χρησιμοποίησης του ον. δένδρου για να δηλωθεί το όπλο που κατασκευαζόταν από το ξύλο του δένδρου αυτού έχουμε στη λ. μελία. Ωστόσο, πρόβλημα γεννά το γεγονός ότι το φυτό στύραξ εισήχθη στην Ελλάδα από τους Φοίνικες και δεν πρέπει να ήταν πολύ διαδομένο στην Ελλάδα].
Greek Monolingual
(I)
-ακος, ο, ΝΑ, και στύραξ, ἡ, Α
βλ. στύρακας.———————— (II)
-ακος, ο, ΝΑ
(στην αρχαιότητα) το κάτω αιχμηρό άκρο του δόρατος το οποίο έμπηγαν στο έδαφος, ο σταυρωτήρ
αρχ.
κοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στῠρ-αξ (με επίθημα -αξ, πρβλ. πίν-αξ, χάρ-αξ) ανήκει, κατά μία άποψη, στην οικογένεια του ρ. ἵστημι και έχει σχηματιστεί από τη λ. σταυρός, αλλά με τον φωνηεντισμό τών τ. στῦλος, στύω, δηλ. από τη μηδενισμένη βαθμίδα στ- με βραχύ το φωνήεν -υ- της παρέκτασης (βλ. λ. σταυρός, στύλος, στύω). Κατ' άλλη άποψη, η λ. στύραξ με σημ. «κοντάρι» προήλθε από τη λ. στύραξ (Ι) «είδος δέντρου» (πρβλ. τη φρ. στυράκινα ἀκοντίσματα «ακόντια κατασκευασμένα από ξύλο στύρακα»). Ανάλογη περίπτωση χρησιμοποίησης του ον. δένδρου για να δηλωθεί το όπλο που κατασκευαζόταν από το ξύλο του δένδρου αυτού έχουμε στη λ. μελία. Ωστόσο, πρόβλημα γεννά το γεγονός ότι το φυτό στύραξ εισήχθη στην Ελλάδα από τους Φοίνικες και δεν πρέπει να ήταν πολύ διαδομένο στην Ελλάδα].
Greek Monotonic
στύραξ: (Α), -ᾰκος, ὁ,
I. μοσχολίβανο, αρωματικό ρετσίνι που χρησιμοποιείται ως θυμίαμα, σε Αριστ.
II. ἡ, δέντρο που παράγει αυτό το ρετσίνι, σε Ηρόδ.
• στύραξ: (Β), -ᾰκος, ὁ, οξύ άκρο στο κάτω μέρος δόρατος, λόγχη, σε Ξεν., Πλάτ.