συμμαχία

From LSJ
Revision as of 01:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμᾰχία Medium diacritics: συμμαχία Low diacritics: συμμαχία Capitals: ΣΥΜΜΑΧΙΑ
Transliteration A: symmachía Transliteration B: symmachia Transliteration C: symmachia Beta Code: summaxi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A alliance, offensive and defensive (opp. an ἐπιμαχία or defensive one, Th.1.44), IG12.52.16, al., Hdt.2.181, 4.120, etc.; σ. ποιέεσθαι πρός τινα Id.5.73, cf. 63, X.HG3.2.21, IG22.43.26, etc.; τινι Th.1.44,57; ἡ ἔξω ξ. Id.3.65; σ. παρέχεσθαι Pl.R.474b.    2 generally, the duty of an ally, ξυμμαχίας ἁμαρτών A.Ag.213 (lyr.) (which others take in signf. 11).    3 συμμαχίαν φρουρεῖν, i.e. συμμάχων χώραν, Th.5.33.    II = τὸ συμμαχικόν, the body of allies, Hdt.1.77,82, E.Rh.994 (anap.), Th.1.118,119, etc.; συμμαχίας συνελθούσης Aeschin.2.32.    2 allied or auxiliary force, Th.6.73; σ. πέμπειν X.HG4.8.24, cf. SIG 763.5 (Cyzicus, i B.C.); ἔξωθεν ἐπάγεσθαι σ. Pl.R.556e: generally, body of friends, Pi.O.10(11).72.

German (Pape)

[Seite 980] ἡ, ion. συμμαχίη, Hülfe od. Beistand im Kampfe, Kampfgenossenschaft; Pind. Ol. 11, 72; Aesch. Ag. 206; Ar. Plut. 178; Eur. Rhes. 252. 994; in Prosa: συμμαχίην ποιεῖσθαι πρός τινα, ein Bündniß mit Einem schließen (bes. Offensivbündniß, vgl. ἐπιμαχία), Her. 5, 73; Thuc. u. Folgde, wie Plat. Rep. V, 474 b u. öfter. – Auch die Verbündeten, Bundesgenossen selbst, Her. 2, 82; ὅπως ξυμμαχία αὐτοῖς παραγένηται, Thuc. 6, 73; ὡς τὰ κράτιστά ποτε μετὰ ἀκραιφνοῦς τῆς ξυμμαχίας ἤνθησαν, 1, 19.

Greek (Liddell-Scott)

συμμᾰχία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, συνασπισμὸς ἐπιθετικὸς ἢ ἀμυντικὸς (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπιμαχία ὅπερ σημαίνει τὴν πρὸς ἄμυναν μόνον συμμαχίαν, Θουκ. 1. 44), Ἡρόδ. 2. 181., 4. 120· σ. ποιέεσθαι πρός τινα ὁ αὐτ. 5. 73, πρβλ. 63, Ξεν., κλπ.· τινι Θουκ. 1, 44, 57· ἡ ἔξω ξ. ὁ αὐτ. 3. 65· ἔξωθεν ἐπάγεσθαι ξ. Πλάτ. Πολ. 556Ε· ξ. παρέχεσθαι αὐτόθι 474Β. 2) καθόλου, τὸ καθῆκον τοῦ συμμάχου, ξυμμαχίας ἁμαρτὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 214 (ὅπερ ἕτεροι ἐκλαμβάνουσιν εἰς τὴν σημασία ΙΙ). 3) συμμαχίαν φρουρεῖν, δηλ. συμμάχων χώραν Θουκ. 5. 33. ΙΙ. = τὸ συμμαχικόν, τὸ σύνολον τῶν συμμάχων, Ἡρόδ. 1. 77, 82, Εὐριπ. Ρῆσ. 994, Θουκ. 1. 119., 2. 9· συμμαχίας συνελθούσης Αἰσχίν. 32. 26· πρβλ. ἐπικουρία II. 2) συμμαχικὴ ἢ ἐπικουρικὴ δύναμις, Θουκ. 6. 73· σ. πέμπειν Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 24· καθόλου, τὸ σύνολον τῶν φίλων, πολλοὶ φίλοι ὁμοῦ, Πινδ. Ο. 10 (11). 88.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. assistance dans un combat, d’où
1 alliance de guerre;
2 devoirs et charges d’un allié;
3 territoire d’alliés;
II. alliés, particul. troupes d’un peuple allié.
Étymologie: σύμμαχος.

English (Slater)

συμμᾰχία = σύμμαχοι,
   1 allies καὶ συμμαχία θόρυβον παραίθυξε μέγαν (O. 10.72) Σθενέλοιό μιν υἱὸς κέλευσεν μόνον ἄνευ συ[μμ]αχίας ἴμεν (supp. Lobel) fr. 169. 46.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμμαχία και ιων. τ. συμμαχίη Α σύμμαχος
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συμμαχώ, η διεξαγωγή κοινού αγώνα
2. συνασπισμός δύο ή περισσότερων κρατών για συγκεκριμένο πολεμικό σκοπό, επιθετικό ή αμυντικό (α. «αμυντική συμμαχία» β. «ἐποιήσαντο συμμαχίαν πρὸς Ἀθηναίους καὶ Ἀργείους», Ξεν.)
3. η ομάδα τών κρατών που συνδέονται με συμμαχικούς δεσμούς, το σύνολο τών συμμάχων (α. «ευρωπαϊκή συμμαχία» β. «συμμαχίας συνελθούσης», Αισχίν.)
νεοελλ.
1. συνασπισμός κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων για την από κοινού διεξαγωγή αγώνα και για την επίτευξη κοινών στόχων («προεκλογική συμμαχία του Κέντρου και της Αριστεράς»)
2. συνεννόηση, συνεργασία δύο ή περισσότερων ατόμων εναντίον τρίτου ή τρίτων
μσν.
βοήθεια, συνδρομή που παρέχεται σε κάποιον
αρχ.
1. το καθήκον του συμμάχου
2. η συμμαχική χώρα
3. συμμαχική ή επικουρική δύναμη
4. το σύνολο τών φίλων ή τών συμμάχων, πολλοί φίλοι μαζίσυμμαχία θόρυβον παραίθυξε μέγαν», Πίνδ.).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμμαχία και ιων. τ. συμμαχίη Α σύμμαχος
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συμμαχώ, η διεξαγωγή κοινού αγώνα
2. συνασπισμός δύο ή περισσότερων κρατών για συγκεκριμένο πολεμικό σκοπό, επιθετικό ή αμυντικό (α. «αμυντική συμμαχία» β. «ἐποιήσαντο συμμαχίαν πρὸς Ἀθηναίους καὶ Ἀργείους», Ξεν.)
3. η ομάδα τών κρατών που συνδέονται με συμμαχικούς δεσμούς, το σύνολο τών συμμάχων (α. «ευρωπαϊκή συμμαχία» β. «συμμαχίας συνελθούσης», Αισχίν.)
νεοελλ.
1. συνασπισμός κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων για την από κοινού διεξαγωγή αγώνα και για την επίτευξη κοινών στόχων («προεκλογική συμμαχία του Κέντρου και της Αριστεράς»)
2. συνεννόηση, συνεργασία δύο ή περισσότερων ατόμων εναντίον τρίτου ή τρίτων
μσν.
βοήθεια, συνδρομή που παρέχεται σε κάποιον
αρχ.
1. το καθήκον του συμμάχου
2. η συμμαχική χώρα
3. συμμαχική ή επικουρική δύναμη
4. το σύνολο τών φίλων ή τών συμμάχων, πολλοί φίλοι μαζίσυμμαχία θόρυβον παραίθυξε μέγαν», Πίνδ.).

Greek Monotonic

συμμᾰχία: Ιων. -ίη, ,
I. 1. συμμαχία, επιθετική και αμυντική (αντίθ. προς το ἐπιμαχία, η αμυντική συμμαχία), σε Ηρόδ. κ.λπ.· συμμαχίαν ποιεῖσθαι πρός τινα, στον ίδ.· τινί, σε Θουκ.
2. γενικά, καθήκον που απορρέει από συμμαχία, συμμαχική υποχρέωση, σε Αισχύλ.
II. 1. = τὸ συμμαχικόν, στρατιωτικό σώμα που αποτελείται από συμμάχους, συμμαχικό σώμα, σε Ηρόδ., Θουκ.· επίσης, χώρα των συμμάχων κάποιου, συμμαχική χώρα, σε Θουκ.
2. συμμαχική ή βοηθητική στρατιωτική δύναμη, στον ίδ., σε Ξεν.