φειδώ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
όος, contr. οῦς, ἡ:
A sparing, νεκύων Il.7.409; βίου E.Fr.438 (dub.); ἄνευ παντὸς οἴκτου καὶ φειδοῦς LXXEs.3.13; οὔτε φ. τῶν παίδων οὔτ' ἔλεον ἔσχον D.H.8.79 (but τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ consideration for... S.E.M.2.27); φειδὼς (sic cod. P) τῶν παραδειγμάτων ἔστω Longin.22.4; ὀπώρας φ. ἔστω Orib.Fr.55; φ. τις ἐγίγνετο . . μὴ προαναλωθῆναι (sc. τὴν εὐπραγίαν) Th.7.81. II abs., thrift, sparing, κτήματα δαρδάπτουσιν ὑπέρβιον, οὐδ' ἔπι φειδώ Od.14.92, cf. 16.315, Hes.Op.369; φ. καὶ λιμός Democr.229; φ. πονηρά E.Fr.407; opp. ἀσωτία, Arist.Rh.1390b1.
German (Pape)
[Seite 1260] οῦς, ἡ, Schonung; νεκύων Il. 7, 409; Sparsamkeit, Kargheit; χρήματα δαρδάπτουσιν ὑπέρβιον, οὐδ' ἔπι φειδώ Od. 14, 92. 16, 315; νετο Thuc. 7, 81; Sp., φειδώ τινος ἔχειν, ποιεῖσθαι = φείδεσθαι, D. Hal. 8, 79. 11, 55.
Greek (Liddell-Scott)
φειδώ: -όος, συνῃρ. -οῦς, ἡ· (φείδομαι)· ― τὸ φείδεσθαι ἢ φείσασθαι, φειδὼ νεκύων, «φροντὶς ὥστε μὴ ἀναλωθῆναι, βέλτιον δὲ ἀκούειν, τὸ περὶ τῆς ταφῆς φείσασθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Η. 409· βίου Εὐρ. Ἀποσπ. 441· φ. ἔστω τινὸς Λογγῖν. 22. 4· φ. ἔχειν ἢ ποιεῖσθαί τινος Διονύσ. Ἁλ. 8. 79., 11. 55· ― μετ’ ἀπαρ., φειδοῖ μηδέν’ εὖ ποιεῖν, ἕνεκα φειδοῦς, ἐκ φειδοῦς, Εὐρ. Ἀποσπάσμ. 411· φ. τις ἐγίγνετο... μὴ προαναλωθῆναι (ἐξυπακ. τὴν εὐπραγίαν) Θουκ. 7. 81. ΙΙ. ἀπολ., οἰκονομία, φειδωλία, χρήματα δαρδάπτουσιν ὑπέρβιον, οὐδ’ ἔπι φειδὼ Ὀδ. Ξ. 92, πρβλ. Π. 315, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 367· ἐναντίον τοῦ ἀσωτία, Ἀριστ. Ρητ. 2. 14, 2.
French (Bailly abrégé)
όος-οῦς (ἡ) :
1 ménagement, modération, mesure : τινος ménagement envers qqn ou qch ; φειδώ τις ἐγίγνετο avec μή et l’inf. THC il y avait quelque ménagement, on se ménageait pour ne pas ; réserve, discrétion;
2 économie, parcimonie.
Étymologie: φείδομαι.
English (Autenrieth)
sparing, thrift; ‘one must not fail’ in the case of the dead, etc.
Greek Monolingual
-ούς, η / φειδώ, -όος και -οῡς, ΝΜΑ
1. η ενέργεια του φείδομαι, διάθεση με σύνεση, κατανάλωση με μέτρο, λελογισμένη χρήση, οικονομία
2. (κατ' επέκτ.) τσιγκουνιά, φιλαργυρία
μσν.-αρχ.
1. φροντίδα για κάποιον ή για κάτι
2. ευσπλαγχνία, συμπόνοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φείδ-ομαι + κατάλ. -ώ τών θηλ. (πρβλ. πευθ-ώ, τροφ-ώ)].
Greek Monotonic
φειδώ: -όος, συνηρ. -οῦς, ἡ (φείδομαι)·
I. φροντίδα, νεκύων, σε Ομήρ. Ιλ.
II. απόλ., οικονομία, φειδώ, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· συγκράτηση από την έκθεση κάποιου σε κίνδυνο, σε Θουκ.