αὐτάδελφος
σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → all life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains | the world's a stage, and life's a toy: dress up and play your part; put every serious thought away—or risk a broken heart | Life's a performance. Either join in lightheartedly, or thole the pain. | this life a theatre we well may call, where every actor must perform with art, or laugh it through, and make a farce of all, or learn to bear with grace his tragic part
English (LSJ)
ον (η, ον Sch.E.Hec.944)
A brother's or sister's, αἷμα A.Th.718, Eu.89; αὐ. Ἰσμήνης κάρα S.Ant.1. II Subst., one's own brother or sister, ib.503,696:—later αὐτ-αδέλφη, ἡ, Sch.E.Ph.135.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτάδελφος: -ον, ἀδελφικός, ὁ ἀνήκων εἰς αὐτὸν τὸν ἀδελφόν, ἀλλ΄ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις; Αὐσχύλ. Θήβ. 718, Εὐμ. 89· ὦ κοινὸν αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα Σοφ. Ἀντ. 1. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ὁ καθ΄ αὑτὸ ἀδελφός, ὁ ἐκ τῶν αὐτῶν γονέων ἀδελφὸς ἢ ἀδελφή, αὐτόθι 503, 696.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
du propre frère, de la propre sœur ; ὁ, ἡ αὐτάδελφος le propre frère, la propre sœur.
Étymologie: αὐτός, ἀδελφός.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): αὐτάδερφος Corinth 8(3).531.5 (crist.)
• Prosodia: [-ᾰ-]
• Morfología: [-ος, -η, -ον Sch.E.Hec.944D., Ph.153]
del propio hermano o hermana, αἷμα A.Th.718, Eu.89, Hld.7.5.4, αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα cabeza hermana de Ismena, e.e., hermana Ismena S.Ant.1, λιτὰς μητρόθεν αὐταδέλφους Philic.SHell.680.24
•en uso pred. σὼ δ' αὐταδέλφω (son) tus dos hermanos E.Fr.495.18, τὸν δ' ... Αἴθωνος αὐτάδελφον Lyc.432, κοιμητήριον δι(α)φέρον Ἰωάνου καὶ Ἀγαθοκλῆ αὐταδέρφοις Corinth l.c., οὗτοι πάντες ὁμόσποροι καὶ αὐτάδελφοι ὑμῖν τε καὶ ἀλλήλοις Them.Or.6.77a
•subst. ὁ αὐτάδελφος el propio hermano S.Ant.503, 696
•ἡ αὐταδέλφη la propia hermana Sch.E.Ph.l.c.
Greek Monolingual
-η και αυταδέλφι, το (AM αὐτάδελφος, -ον
Μ και θηλ. αὐταδέλφισσα)
αδελφός ή αδελφή από τους ίδιους γονείς
αρχ.
ως επίθ. αυτός που ανήκει στον αδελφό ή στην αδελφή («αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα», «αὐτάδελφον αἷμα»).
Greek Monotonic
αὐτάδελφος: -ον·
I. αυτός που σχετίζεται με κάποιον με αδελφική σχέση, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. ως ουσ., ομοαίματος αδελφός ή αδελφή, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτάδελφος: II ὁ и ἡ родной брат или родная сестра Soph.
братский, родной, близкий (αἷμα Aesch.; κάρα Soph.).