αἰνός

From LSJ
Revision as of 15:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰνός Medium diacritics: αἰνός Low diacritics: αινός Capitals: ΑΙΝΟΣ
Transliteration A: ainós Transliteration B: ainos Transliteration C: ainos Beta Code: ai)no/s

English (LSJ)

ή, όν, poet.,

   A = δεινός, dread, horrible, freq. in Hom., of feelings, ἄχος, χόλος, τρόμος, κάματος, ὀϊζύς, Il.4.169, 22.94, 7.215, 10.312, Od.15.342; of states and actions, as δηϊοτής, πόλεμος, μόρος, Il. 5.409, Od.8.519 (Sup.), Il.18.465; of persons, dread, terrible, esp. of Zeus, αἰνότατε Κρονίδη Il.4.25, etc.; σύ γ' αἰνοτάτη, of Pallas, 8.423; of monsters or animals, πέλωρα Od.10.219; ὄφις Hes.Fr.14; λῖς Theoc.25.252.    II Adv. -νῶς terribly, i.e. strangely, exceedingly, Il.10.38; ἔοικέ τινι 3.158, Od.1.208; φιλέεσκε 1.264; ἐπὶ γόνυ κέκλιται A.Pers.930 (lyr.); φεύγειν τι Hdt.4.76; with Adj., αἰ. κακός terribly bad, Od.17.24; αἰ. πικρός Hdt.4.52; τῆς Σκυθικῆς αἰ. ἀξύλου ἐούσης ib.61:—neut. pl. αἰνά as Adv., Il.1.414: Sup. -ότατον 13.52.

Greek (Liddell-Scott)

αἰνός: -ή, -όν, Ἐπ. καὶ Ἰων. λέξις = δεινός, ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πινδάρῳ Π. 11. 85. Σοφ. Αἴ. 706 (λυρ.). Φοβερός, σκληρός, χαλεπός, τρομερός, συχν. παρ᾿ Ὁμ. ἐπὶ αἰσθημάτων, ἄχος, χόλος, τρόμος, κάματος, ὀϊζύς· ἐπὶ καταστάσεως καὶ πράξεων, ὡς δηϊοτής, πόλεμος, μόρος, κτλ.· ἐπὶ προσώπων, τρομερός, φοβερός, ἰδίως περὶ τοῦ Διός: αἰνότατε Κρονίδη, Ἰλ. Δ. 25, κτλ.· περὶ τῆς Παλλάδος Θ. 423. ΙΙ. ἐπίρρ. -νῶς, φοβερά, ὅ ἐ. παραδόξως, καθ᾿ ὑπερβολήν, Ἰλ. Κ. 38: ‒ ἔοικέ τινι, Γ. 158, Ὀδ. Α. 208· φιλέεσκε, Α. 264· ἐπὶ γόνυ κέκλιται, Αἰσχύλ. Πέρσ. 930 (λυρ.)· φεύγειν τι, Ἡρόδ. 4. 76· ὡσαύτως κ. μετ᾿ ἐπιθέτου, αἰνῶς κακός, = φοβερὰ κακός, Ὀδ. Ρ. 24· αἰνῶς πικρός, Ἡρόδ. 4. 52· τῆς Σκυθικῆς αἰνῶς ἀξύλου ἐούσης, αὐτόθι 61: ‒ ὡσαύτως αἰνὰ ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Α. 414: ‒ ὑπερθ. -ότατον, Ν. 52.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
terrible, affreux, effrayant ; adv. • αἰνά IL pour notre malheur.
Étymologie: DELG terme expressif, sans étymologie, ce qui n’étonne pas.

English (Autenrieth)

dread, dreadful, dire; either with full force and seriousness of meaning, or colloquially and hyperbolically; αἰνότατε Κρονίδη, ‘horrid,’ Il. 1.552 (cf. Il. 8.423), αἰνῶς ἔοικας κείνῳ, ‘terriblylike him, Od. 1.208.—Adv., αἰνότατον, αἰνά, αἰνῶς. τί νύ σ' ἔτρεφον αἰνὰ τεκοῦσα (since I bore thee ‘to sorrow’), Il. 1.414, cf. 418, αἰνῶς κακὰ εἵματα (‘shockingbad clothes), Od. 17.24.

English (Slater)

αἰνός
   1 awful, dreadful ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται (P. 1.15) αἰνῷ φόβῳ (P. 5.61) αἰνὰν ὕβριν (P. 11.55)

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1terrible, formidable (en el sent. aumentativo de enorme) de sentimientos κότος Il.8.449, μένος Il.17.565, χόλος Il.22.94, φθόνος GVI 1114.3
terrible, insoportable ἄχος Il.4.169, κάματος Od.5.457, τρόμος Il.11.117, κνύος Hes.Fr.133.3, κακόν Od.12.275, φόβος Pi.P.5.61.
2 que impone miedo, temible, formidable Κρονίδης Il.4.25, de Palas Il.8.423, φῦλα βαρβάρων IMEG 26.12 (II/III d.C.)
espantoso, pavoroso, temible πέλωρα Od.10.219, Theoc.24.13, φύλοπις Il.4.82, δηϊοτής Il.5.409, Hes.Th.852, πόλεμος Od.8.519, λόχος Od.4.441, Ἀχλύς Hes.Sc.227, 264, λίς Theoc.25.252.
II adv.
1 -ῶς terriblemente (en sentido de enormemente) δείδοικα Il.1.555, χώσατο Il.13.165, αἰδέομαι Il.6.441, φιλέεσκε Od.1.264, φεύγουσι Hdt.4.76, ὀδυνώμενος Hp.Epid.4.12, Ἀσία ... αἰνῶς αἰνῶς ἐπὶ γόνυ κέκλιται (Asia) ha caído de rodillas de manera terrible, terrible A.Pers.930, cf. Hes.Fr.29.6, B.Fr.62a.13
c. adj. αἰ. κακός Od.17.24, αἰ. πικρός Hdt.4.52, ἄξυλος Hdt.4.61.
2 αἰνόθεν αἰνῶς horror de horrores ἦ μὲν δὴ λώβη τάδε γ' ἔσσεται αἰνόθεν αἰνῶς Il.7.97, cf. Apollon.Lex.162.

• Etimología: Cf. ai. iná- ‘fuerte’, īti- ‘calamidad’, quizá de *H2ei-.

Greek Monotonic

αἰνός: -ή, -όν, ποιητ. και Ιων. λέξη
I. = δεινός, φοβερός, τρομερός, σκληρός, φρικτός, τρομακτικός, σε Όμηρ.· αἰνότατε Κρονίδη, φοβερότατε γιε του Κρόνου, σε Ομήρ. Ιλ.
II. επίρρ. -νῶς, φοβερά, δηλ. παράδοξα, καθ' υπερβολήν, σε Όμηρ., Ηρόδ.· επίσης αἰνά, ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.· υπερθ. -ότατον, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

αἰνός: 1) страшный, ужасный, жуткий (χόλος, κάματος, πόλεμος Hom.; φόβος, ὕβρις Pind.; ἄχος Hom., Soph.);
2) грозный (Τάρταρος, Ζεύς Hom.).