Κρόνος
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
English (LSJ)
ὁ, Cronos, Hes.Th.137, Op.111, Il.8.479, 14.203, A.Pr. 203, Eu.641; οἷς δὴ βασιλεὺς K. ἦν 'in the golden age', Cratin.165;
A ὁ ἐπὶ Κρόνου βίος Arist.Ath.16.7.—Later interpreted as, = χρόνος, cf. Arist.Mu.401a15. 2 ὁ τοῦ K. (sc. ἀστήρ) the planet Saturn, Id.Metaph.1073b35, Mu.392a24, 399a11; so later Κρόνος, ὁ, Placit.2.32.1, Cleom.2.7; ἡ τοῦ K. ἡμέρα Saturday, D.C.37.16. II nickname for a dotard, old fool, Ar.Nu.929, V.1480, Pl.Euthd.287b, Hyp.Fr. 252.
Greek (Liddell-Scott)
Κρόνος: ὁ, (ἴδε ἐν λέξ. κραίνω) ὁ αὐτὸς τῷ παρὰ Λατ. Saturnus, υἱὸς τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γαίας, Ἡσ. Θ. 137· ἀνὴρ τῆς Ρέας, πατὴρ δὲ τοῦ Διός, τοῦ Ποσειδῶνος, τοῦ Ἅιδου, τῆς Ἥρας, τῆς Δήμητρος καὶ τῆς Ἑστίας, αὐτόθι 453, κἑξ.· ἐβασίλευε δὲ ἐν τῷ οὐρανῷ, ἕως οὗ τὰ τέκνα αὐτοῦ τὸν ἐξώρισαν εἰς τὸν Τάρταρον, Ἰλ. Θ. 479, Κ. 203, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 201, Εὐμ. 641· ἐπὶ Κρόνου ὅτε ἐβασίλευεν ἐν τῷ οὐρανῷ, παρὰ τοῖς θνητοῖς ἦτο ὁ χρυσοῦς αἰών, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 111· ἐντεῦθεν, οἷς δὴ βασιλεὺς Κρ. ἦν, κατὰ τὴν χρυσῆν βασιλείαν τοῦ Κρόνου, Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» 2· ὁ ἐπὶ Κρόνου βίος, βίος χρυσῆς ἀναπαύσεως, Λουκ. Δραπ. 1, 7. ― μετὰ ταῦτα τὸ ὄνομα ἑρμηνεύεται ὡς = χρόνος, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 2. 2) ὁ πλανήτης Κρόνος, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 8, 11, π. Κόσμ. 2, 9., 6, 18· ἡ ἐπίδρασις αὐτοῦ ἦτο ὀλεθρία, Casaub. εἰς Περσ. 5. 50. ΙΙ. ὡς ἐκ τῆς σχέσεως αὐτοῦ πρὸς τὸν παρελθόντα χρόνον ὁ Κρόνος ἐχρησίμευεν ἐν Ἀθήναις ὡς ἐπώνυμον παλίμπαιδος, «ξεμωραμμένου» γέροντος, Ἀριστοφ. Νεφ. 929, Σφ. 1480, Πλάτ. Εὐθύδ. 287Β· ἴδε Κρονικὸς ΙΙ, Κρόνιος ΙΙ, Κρόνιππος, Κρονοδαίμων, κτλ.· πρβλ. Ἰαπετός.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Cronos, à Rome Saturne, père de Zeus.
Étymologie: litt. « celui qui accomplit », de κραίνω.
English (Autenrieth)
Cronus (Saturnus), the father of Zeus, Poseidon, Hades, Hera, Demēter, and Hestia; overthrown with the Titans, Il. 8.415, , 3, Il. 5.721.
English (Slater)
Κρόνος (only in gen. Κρόνου.) father of Zeus. Κρόνου παῖδ Zeus (O. 1.10) παρὰ Κρόνου τύρσιν in the islands of the blessed (O. 2.70) Κρόνου παῖ Zeus (O. 4.8) Κρόνου σὺν παιδὶ Zeus (O. 7.67) πὰρ Κρόνου λόφῳ (v. Κρόνιος b.) (O. 8.17)
1 καὶ πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο (O. 10.50) ὑπεροχωτάτᾳ πρέπεν Οὐρανιᾶν θυγατέρι Κρόνου Hera (P. 2.39) Οὐρανίδα γόνον εὐρυμέδοντα Κρόνου Cheiron (P. 3.4) καὶ Κρόνου παῖδας βασιλῆας ἴδον the gods (P. 3.94) ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας καὶ ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων Αἰακίδας (N. 5.7) παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου (N. 11.25) Κρόνου σεισίχθον' υἱὸν Poseidon (I. 1.52) εὐρύοπα Κρόνου παῖς Zeus Πα. . 13. Κρόνου παῖ[δες] the gods (Pae. 8.72)
Spanish
Greek Monolingual
ο (Α Κρόνος)
1. ο νεώτερος γιος του Ουρανού και της Γης («Ίαπετός τε Κρόνος τε», Ομ. Ιλ.)
2. ονομασία πλανήτη
αρχ.
μτφ. ανόητος ή μωρός γέρος
α. («οὕτως εἶ Κρόνος, ὥστε ἃ τὸ πρῶτον εἴπομεν νῦν ἀναμιμνήσκει», Πλάτ.
β. «οὐχὶ διδάξεις τοῡτον Κρόνος ὤν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία η λ. συνδέεται με τη λ. κραίνω «αποτελειώνω» εμφανίζει μορφολογικές δυσκολίες, επειδή ο τ. κραίνω ανάγεται σε κρααίνω. Αβέβαιες φαίνονται και οι συνδέσεις της λ. με τα κορέννυμι, κορυφή και κεραΐζω «φονεύω». Η λ. συνδέθηκε παρετυμολογικά και με τη λ. χρόνος. (Η σημ. «χρόνος» της λ. μαρτυρείται στον Αριστοτέλη).
ΠΑΡ. αρχ. κρονείον, κρονίδης, κρονικός, κρόνιος, κρονίων, κρονιών.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κρονόληρος
αρχ.
κρόνιππος, κρονοδαίμων, κρονοθήκη, κρονότεκνος].
Greek Monotonic
Κρόνος: ὁ (κραίνω),
I. ο Κρόνος, ταυτίζεται με τον Λατ. Saturnus, γιος του Ουρανού και της Γαίας, σύζυγος της Ρέας, πατέρας του Δία, Ποσειδώνα, Άδη, της Ήρας, Δήμητρας και Εστίας· βασίλευε στον ουρανό μέχρι που οι γιοι του τον εξόρισαν στον Τάρταρο, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· η εποχή του ήταν η «Χρυσή Εποχή», σε Ησίοδ.
II. όνομα στην Αθήνα, υπέργηρος, ξεμωραμένος γέρος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
Κρόνος: ὁ1) Крон(ос) (младший из Титанов, сын Урана и Геи, отец Реи, Деметры, Геры, Гадеса, Посидона и Зевса, а тж. Киклопов; оскопив Урана, захватил власть над миром, но сам был низложен и сменен Зевсом; у Hom. ἀγκυλομήτης «хитрый»; с ним отожд. италийский Saturnus);
2) выживший из ума старик, старый дурень Arph.;
3) планета Сатурн Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Κρόνος -ου, ὁ Kronos (vader van Zeus); overdr. kom. oude gek.