σκήνωμα

From LSJ
Revision as of 08:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκήνωμα Medium diacritics: σκήνωμα Low diacritics: σκήνωμα Capitals: ΣΚΗΝΩΜΑ
Transliteration A: skḗnōma Transliteration B: skēnōma Transliteration C: skinoma Beta Code: skh/nwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = σκήνημα, mostly in pl., E.Hec.616, Ion 1133, Cyc.324, LXX 2 Ki.7.23, al., Agatharch.43, etc.; soldiers' quarters, X.An.7.4.16: sg., tent, LXX 1 Ki.4.10, al.    2 in sg. metaph.,= σκῆνος 11, 2 Ep.Pet.1.13; τὸ σ. τῆς ψυχῆς Sext.Sent. 320.    3 temple, LXX Ps.14(15).1, al.: name of a building at Sparta, Paus.3.17.6.    4 = papilio, Gloss. (perh. in both senses, pavilion and butterfly, cf. σκῆν).

German (Pape)

[Seite 896] τό, = σκῆνος, Zelt; Eur. Hec. 616 Cycl. 323 u. öfter; Xen. An. 2, 2, 17; auch Häuser, worin die Soldaten sich aufhielten, 7, 4, 16.

Greek (Liddell-Scott)

σκήνωμα: τό, = σκήνημα, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἑκ. 616, Ἴων 1133, Κύκλ. 323, Ξεν., κλπ.· τῶν στρατιωτῶν καταλύματα, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 16. 2) ἐν τῷ ἑνικ. μεταφορ., τὸ σῶμα, = σκῆνος ΙΙ, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 13· ― νεκρός, πτῶμα, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
habitation, maison ; particul. campement de soldats.
Étymologie: σκηνόω.

English (Strong)

from σκηνόω; an encampment, i.e. (figuratively) the Temple (as God's residence), the body (as a tenement for the soul): tabernacle.

English (Thayer)

σκηνώματος, τό (σκηνόω), a tent, tabernacle: of the temple as God's habitation, Pausanias, 3,17, 6; of the tabernacle of the covenant, σκῆνος): ἐν τῷ σκηνώματι εἶναι, of life on earth, ἀπόθεσις (the author blending the conceptions of a tent and of a covering or garment, as Paul does in Euripides, Xenophon, Plutarch, others; the Sept. for אֹהֶל and מִשְׁכָן.)

Greek Monolingual

το, ΝΑ [σκηνῶ (III)]
σκηνή, αντίσκηνο
νεοελλ.-μσν.
(σχετικά με πρόσ. και ιδίως με αγίους) το σκήνος, η σορός («το σεπτό σκήνωμα του αγίου Διονυσίου»)
μσν.-αρχ.
το σώμα του ανθρώπου ως κατοικία της ψυχής
αρχ.1. στρατιωτικός καταυλισμός («εὐθὺς ἐκπηδῶσιν ἐσπασμένοι τὰ ξίφη καὶ οἱ ἐκ τῶν ἄλλων σκηνωμάτων», Ξεν.)
2. ναός, ιερό
3. ονομασία κτηρίου στη Σπάρτη
4. φωλιά
5. πεταλούδα.

Greek Monotonic

σκήνωμα: -ατος, τό, = σκήνημα, σε Ευρ.
1. καταλύματα των στρατιωτών, σε Ξεν.
2. μεταφ., σώμα, πτώμα, κουφάρι, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

σκήνωμα: ατος τό1) палатка, шатер, преимущ. pl. лагерь, квартиры: οἱ ἐκ τῶν ἄλλων σκηνωμάτων Xen. войска, расквартированные в другом месте;
2) обитель, обиталище NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκήνωμα -ατος, τό [σκηνόω] tent, meestal plur.; spec. milit. tentenkamp; overdr. van het menselijk lichaam (als behuizing van de ziel). NT 2 Pet. 1.13.