στυγνάζω

From LSJ
Revision as of 13:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στυγνάζω Medium diacritics: στυγνάζω Low diacritics: στυγνάζω Capitals: ΣΤΥΓΝΑΖΩ
Transliteration A: stygnázō Transliteration B: stygnazō Transliteration C: stygnazo Beta Code: stugna/zw

English (LSJ)

(στυγνός)

   A to have a gloomy, lowering look, ἐπὶ τῷ λόγῳ Ev.Marc.10.22: abs., PMag.Leid.W.5.5, Steph.in Hp.2.514D.; of threatening weather, Ev.Matt.16.3.

German (Pape)

[Seite 958] traurig od. betrübt sein. traurig, finster aussehen. N. T.

Greek (Liddell-Scott)

στυγνάζω: μέλλ. -άσω, (στυγνὸς) ἔχω ὄψιν σκοτεινήν, κατηφῆ, ἐπὶ τῷ λόγῳ Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. ι΄, 22· στ. τὸ πρόσωπον Εὐμάθ. 98· - ἀπολ., ἐπὶ ἐπικειμένης θυέλλης, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιϚ΄, 3· πρβλ. στυγνότης.

French (Bailly abrégé)

1 être d’humeur sombre;
2 avoir l’air sombre ; fig. στυγνάζει ὁ οὐρανός le ciel est sombre, menaçant.
Étymologie: στυγνός.

English (Strong)

from the same as στυγνητός; to render gloomy, i.e. (by implication) glower (be overcast with clouds, or sombreness of speech): lower, be sad.

English (Thayer)

1st aorist participle στυγνάσας; (στυγνός sombre, gloomy); to be sad, to be sorrowful: properly, ἐπί τίνι (R. V. his countenance fell at etc.), A. V. to be towering), T brackets WH reject the passage). (Schol. on Aeschylus Pers. 470; the Sept. thrice for שָׁמֵן, to be amazed, astonished, ἐπί τινα, στυγνότης, of the gloominess of the sky, Polybius 4,21, 1.)

Greek Monolingual

ΜΑ στυγνός
είμαι ή φαίνομαι λυπημένος, κατηφής
αρχ.
μτφ. (για τον ουρανό) είμαι συννεφιασμένος και προμηνύω θύελλα («πυρράζει γὰρ στυγνάζων ὁ οὐρανός», ΚΔ).

Greek Monotonic

στυγνάζω: μέλ. -άσω, δείχνω μελαγχολικός, είμαι λυπημένος, κατσουφιάζω, στραβομουτσουνιάζω, σε Καινή Διαθήκη· λέγεται για τον καιρό, έχει συννεφιά, απειλείται να ξεσπάσει καταιγίδα, στο ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στυγνάζω [στυγνός] treurig of somber worden of zijn.

Russian (Dvoretsky)

στυγνάζω: 1) быть в смущении (ἐπὶ τῷ λόγῳ NT);
2) быть пасмурным (οὐρανὸς στυγνάζων NT).