ἔχθος
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
εος, τό,
A hate, Διὸς ἔχθος ἀλευάμενος Od.9.277: and in pl., ἐχθεα λυγρά Il.3.416, cf. Pi.P.2.55; ἴδια, κοινὰ ἔχθεα, Hdt.3.82; κατὰ ἔχθος τινός hatred for one, Id.9.15, cf. Th.1.103, 7.57; ἔχθει c.gen., A.Supp.332, Th.1.95; ἐς ἔχθεα ἀπικνέεσθαί τινι to incur his enmity, Hdt.3.82; εἰς ἔχθος ἐλθεῖν τινι E.Ph.879; ὑπ' ἔχθους Plu.Publ.9. II ὦ πλεῖστον ἔ. object of direst hate, A.Pers.284.—In Prose ἔχθρα is more freq.
German (Pape)
[Seite 1125] τό, die Feindschaft, der Haß; οὐδ' ἂν ἐγὼ Διὸς ἔχθος ἀλευάμενος πεφιδοίμην Od. 9, 277; ἔχθεα λυγρά Il. 3, 416 im plur., wie βαρύλογα ἔχθη Pind. P. 2, 55; Tragg. (vgl. ἐχθαίρω), εἰς ἔχθος ἦλθον παισὶ τοῖσιν Οἰδίπου, ich ward ihnen verhaßt, Eur. Phoen. 879; τινός, gegen Jem., Her. 9, 37; τῷ ἐκείνου ἔχθει, aus Haß gegen Jenen, Thuc. 1, 95, öfter; κατ' ἔχθος τινός, 1, 103. 4, 1; τῷ πρὸς αὐτὸν ἔχθει Plut. Lucull. 22; Ggstz φιλότης, Opp. Cyn. 1, 38. – In Prosa ist das Folgende geläufiger.
Greek (Liddell-Scott)
ἔχθος: -εος, τό, ἔχθρα, μῖσος, Διὸς ἔχθος ἀλευάμενος Ὀδ. Ι. 277· καὶ ἐν τῷ πληθ., ἔχθεα λυγρὰ Ἰλ. Γ. 416, πρβλ. Πινδ. Π. 2.100· ἔχθος τινός, μῖσος διά τινα, Ἡρόδ. 9. 15, Αἰσχύλ. Ἱκ. 331, Θουκ. 1. 95· κατ’ ἔχθος τινὸς ὁ αὐτ. 1. 103., 1. 57· ἐς ἔχθος ἐπικέσθαι τινί, ἐχθρὸς γενέσθαι, Ἡρόδ. 3. 82· εἰς ἔχθος ἐλθεῖν τινι Εὐρ. Φοίν. 879· ὑπ’ ἔχθους Πλουτάρχ. Ποπλικ. 19. ΙΙ. ὦ πλεῖστον ἔχθος, ἀντικείμενον μίσους, ἔχθρας τῆς μεγίστης (ὡς τὸ μῖσος ΙΙ), Αἰσχύλ. Πέρσ. 284· πρβλ. ἐχθαίρω. ― Παρὰ πεζολόγοις ἡ λέξις: ἔχθρα εἶναι ἡ συνηθεστέρα. (Κατὰ τὸν Buttm. ἐν Λεξιλόγῳ ἐν λέξει ὀχθῆσαι ἐν τέλει, ἐκ τοῦ ἐκ, ἐξ, ἐκτός, ἀκριβῶς ὅπως ἡ πρώτη σημασία τοῦ Λατ. hostis ἤτοι ξένος).
French (Bailly abrégé)
εος -ους (τό) :
1 haine, inimitié : ἔχθος τινος, πρός τινα, haine contre qqn ; κατ’ ἔχθος THC, ὑπ’ ἔχθους PLUT par haine ; ἐς ἔχθος ἀπικέσθαι τινί HDT encourir la haine de qqn;
2 objet de haine.
Étymologie: ἔχθω.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ἔχθος
1 hatred Ἀρχίλοχον βαρυλόγοις ἔχθεσιν πιαινόμενον (P. 2.55)
Greek Monotonic
ἔχθος: -εος, τό,
I. έχθρα, μίσος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἔχθος τινός, μίσος για κάποιον, αντιπάθεια, απέχθεια, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἐς ἔχθος ἀπικέσθαι τινί, προκαλώ το μίσος του ή την έχθρα του, σε Ηρόδ.· εἰς ἔχθος ἐλθεῖν τινι, σε Ευρ.
II. λέγεται για πρόσωπα, ὦ πλεῖστον ἔχθος, αντικείμενο μεγίστου μίσους, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἔχθος: εος τό
1) неприязнь, ненависть, враждебность, вражда (τινός Aesch., Her., Thuc. и πρός τινα Plut.): κατ᾽ ἐ. или τῷ ἔχθει Thuc. и ὑπ᾽ ἔχθους Plut. из ненависти; ἐς ἔ. ἀπικέσθαι τινί Her. и εἰς ἔ. ἐλθεῖν τινι Eur. навлечь на себя чью-л. ненависть;
2) предмет ненависти: ὦ πλεῖστον ἔ. ὄνομα! Aesch. о, ненавистнейшее из имен!
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: hatred, enmity (Il.).
Compounds: As 2. member in φιλ-εχθής who is prone to hate (Theoc. 5, 137), .
Derivatives: ἐχθρός hated (thus always in Hom.), hateful, m. enemy (Hes., Pi.); with ἐχθίων, ἔχθιστος (A. resp. Il.); ἔχθρα, ion. -ρη f. hate, enmity (Ion.-Att., Pi.; on the formation Chantraine Formation 226). - Verbs: ἔχθομαι, only present-stem, be hated (Od.), act. ἔχθω hate (trag.); ἀπ-εχθάνομαι (β 202), aor. ἀπ-εχθέσθαι (Il.), fut. ἀπ-εχθήσομαι (Hdt.), late present ἀπ-έχθομαι (Theoc., Lyc.) make oneself hated with ἀπεχθής hated (S., D.), ἀπέχθεια be hated, hate (Att.), ἀπέχθημα object of hate (E. Tr. 425; cf. Chantraine Formation 177f.); ἐχθαίρω, aor. ἐχθῆραι, also with ἀπ-, ὑπερ-, συν-, hate (Il.); ἐχθραίνω, aor. ἐχθρᾶναι (X.) be enemy, hate with ἔχθρασμα ἔχθρα H.; ἐχθρεύω be enemy (LXX, Phld.).
Origin: IE [Indo-European] [292] *h₁eǵʰs-to- outsider
Etymology: The relation of the words cited is not always clear. Clearly ἐχθραίνω and ἐχθρεύω are late derivations of ἐχθρός; much older ἐχθαίρω is also a denominative of ἐχθρός (Schwyzer 725). Also ἀπ-εχθάνομαι could with r:n-interchange be related to ἐχθρός (Benveniste Origines 16), though it could as well be a nasal enlargement of ἔχθομαι, ἀπ-εχθέσθαι (Schwyzer 700, Chantraine Gramm. hom. 1, 315f..). ἔχθομαι is acc. to Schwyzer 725 a backformation from ἐχθαίρω, but it is better connected to ἔχθος like σθένω to σθένος (Schwyzer 723). - More difficult is the interpretation of ἔχθος and ἐχθρός, for which cf. αἶσχος : αἰσχρός, κῦδος : κυδρός. If we start from ἐχθρός and consider ἔχθος with ἔχθομαι, ἐχθίων, ἔχθιστος as innovations, perhaps after κυδρός, κυδίων, κύδιστος, τὸ κῦδος, we can connect ἐχθρός with Lat. extrā outside, exterus being outside, and so also with ἐχθός = ἐκτός outside (Leumann Hom. Wörter 158 n. 1 with Keil Hermes 25, 601, s. also Pisani Ist. Lomb. 73 : 2, 30; against this Wackernagel KZ 31, 41 = Kl. Schr. 1, 720); ἐχθρός then would be prop. outside, being in foreign territory, foreigner, enemy; cf. Lat. hostis. - More in Bq, Seiler Steigerungsformen 77f., W.-Hofmann s. ex, Pok. 292f. Now Čop KZ 74, 225f.