Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κηρύλος

From LSJ
Revision as of 02:21, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρύλος Medium diacritics: κηρύλος Low diacritics: κηρύλος Capitals: ΚΗΡΥΛΟΣ
Transliteration A: kērýlos Transliteration B: kērylos Transliteration C: kirylos Beta Code: khru/los

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, fabulous sea-bird, sts. identified with ἀλκυών, or the male of that species (cf. Antig. ap. Hsch.), Alcm.26.2, Archil.141 (cf. 49 D.), Arist.HA593b12, Clearch.73, Ael.NA5.48: κειρύλος, Ar. Av.300 (cf. Sch.ad loc., Hsch.), applied to the barber Sporgilos (from κείρω).

German (Pape)

[Seite 1434] ὁ (vgl. κειρύλος), ein Meervogel, nach Antig. Car. 27 das Männchen des Eisvogels, ἁλκυών; Ar. Av. 300; Arist. H. A. 8, 3; vgl. Schol. Ar. Vesp. 99 u. Mosch. 3, 42 u. Leutsch im Philolog. II, 1 p. 22.

Greek (Liddell-Scott)

κηρύλος: ῡ, ὁ, εἶδος θαλασσίου πτηνοῦ ἐκ τοῦ εἴδους τῆς ἁλκυόνος, ἴσως τὸ Alcedo rudis, Ἀλκμὰν 12, Ἀρχίλ. 130, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 14, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332Ε. Ὁ τύπος κειρύλος, μνημονευόμενος ὑπό τινων Γραμματ. ὡς Ἀττικός, ὀφείλεται πιθανῶς εἰς τὸ σκῶμμα τὸ ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 300, ἔνθα οὕτω καλεῖται ὁ κουρεὺς Σποργίλος (ἐκ τοῦ κείρω), «ξυραφοποῦλι», οὕτως εἰπεῖν.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
halcyon mâle oiseau de mer, martin-pêcheur.
Étymologie: DELG cf. skr. śārá- « bariolé », śārí, nom d’un oiseau.

Greek Monolingual

ο (Α κηρύλος και κειρύλος)
μυθικό θαλάσσιο πτηνό του είδους της αλκυόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κηρ-ύλος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. -ύλος θεωρείται υποκοριστική. Το αρχικό θ. είναι είτε το κηα- (πρβλ.) αρχ. ινδ. śāra- «στικτός» και sărī- (ονομασία πτηνού), οπότε η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ke-ro-, πιθ. δηλωτική χρώματος, είτε κηλ- (κηρύλος < κηλ-ύλος με ανομοίωση), οπότε η λ. συνδέεται με το κελαινός «μαύρος, σκοτεινός» ή, κατ' επικρατέστερη άποψη, με το κήλων «επιβήτορας» (πρβλ. τη γλώσσα του Ησύχ. κηρύλος
ἄρσην ὄρνις συνουσιαστικός). Τέλος, η γρφ. κειρύλος οφείλεται σε λογοπαίγνιο του Αριστοφάνη που συνδέει κωμικά τη λ. με το ρ. κείρω.

Greek Monotonic

κηρύλος: [ῠ], ὁ, αλκυόνη. Ο τύπος κείρυλος είναι σκώμμα του Αριστοφ., με το οποίο αποκαλούνταν ο κουρέας Σποργίλος (από το κείρω), «ξυραφοπούλι».

Russian (Dvoretsky)

κηρύλος: (ῠ) ὁ предполож. зимородок-самец Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηρύλος -ου, ὁ ijsvogel; ook kom. verdraaid tot κειρύλος (ijsvogel). Aristoph. Av. 300.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: name of a bird, which was identified or compared with the kingfisher ἀλκυών (Alcm., Archil., Ar. Av. 299f. [here written κειρύλος as nickname referring to κείρειν], Arist.); see Thompson Birds s. v.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation in -υλος (diminutive?), Chantraine Formation 249ff., Leumann Glotta 32, 217f.); from a basis κηρ-, or κηλ- (with dissimilation)? In the first case perh. with Prellwitz (Wb.2, BB 30, 176) to Skt. śārá- motley, śārī- name of a bird; cf. Frisk Nom. 6 w. n. 4 (IE. *ḱero-); in the latter case one connected κελαινός etc (s. v.), WP. 1, 420. One might follow Lagercrantz Sertum philol. C. F. Johansson oblatum (1910) 117ff. and connect *κηλ-ύλος with κήλων breeding stallion; cf. the description of the bird in H.: κηρύλος ἄρσην ὄρνις συνουσιαστικός. So no etym.