λείχω
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
fut.
A λείξω LXX Mi.7.17: aor. ἔλειξα A. (v. infr.), Ar. (v. infr.):—Pass., aor. part. ἐκ-λειχθέν Dsc.3.36:—lick up, Hdt.4.23, A.Eu.106, Ag.828; λ. δημιόπρατα Ar.Eq.103; simply, lick, ἅλα Arist. HA580b31; βοῦς ὁπλὴν λ. Thphr.Sign.15. (Cf. Skt. lih- 'lick', etc.)
German (Pape)
[Seite 27] lecken, auflecken; ἄδην ἔλειξε αἵματος τυραννικοῦ Aesch. Ag. 802; Eum. 106; ἐπίπαστα λείξας δημιόπρατα Ar. Equ. 103; ἅλα Arist. H. A. 6 extr.; Sp.; in obscönem Sinne, Ar. Equ. 1285. S. auch λιχμάω.
Greek (Liddell-Scott)
λείχω: μέλλ. λείξω, Ἑβδ., ἀόρ. ἔλειξα Αἰσχύλ., Ἀριστοφ. ἔνθα κατωτ. - Παθ., ἀόρ. μετοχ. ἐκλειχθὲν Διοσκ. 3. 44. (Ἐκ τῆς ÖΛΙΧ παράγονται ὡσαύτως αἱ λ. λιχανός, λιχ-μάομαι, λιχμάζω, λίχνος, καὶ ἐκτεταμ. ἐν τῷ λείχω· πρβλ. Σανσκρ. lih ἢ rih· Λατ. ling-o, lig-urio· Γοτθ. bi-laig-ôn (ἐπιλείχειν)· Ἀρχ. Γερμ. lecch-ôn (lecken)· Σλαυ. liz-ati· Λιθ. liz-us (λιχανός).) «γλείφω», «καταγλείφω», Ἡρόδ. 4. 34, Αἰσχύλ. Εὐμ. 106 (πρβλ. ἅδην)· λ. τὰ δημιόπρατα Ἀριστοφ. Ἱππ. 103· ἁπλῶς «γλείφω», ἅλα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37, 5, Θεοφρ. Σημ. 1. 15. 2) ἡ ἀνώμαλ. μετοχ. πρκμ. παρ’ Ἡσυχ. Θ. 826 κεῖται ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ λιχμάω (ὃ ἴδε), γλώσσῃσι λελειχμότες, παίζοντες μὲ τὰς γλώσσας των.
French (Bailly abrégé)
f. λείξω, ao. ἔλειξα, pf. inus.
lécher.
Étymologie: R. Λικ, lécher ; cf. lat. lingo.
Greek Monolingual
λείχω (Α)
γλείφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. λείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα leiĝh- «γλείφω», στην οποία ανάγονται και άλλες ΙΕ λέξεις με ανάλογη σημ. αλλά με διαφορετικό σχηματισμό (πρβλ. λατ. lingo, αρχ. ινδ. lihati, αρμεν. lizum, lizem, lizanem, γοτθ. bilaigon, ιρλδ. ligim). Τα παρ. λιχανός, λίχνος, λιχμῶμαι, που εμφανίζουν τη μηδενισμένη βαθμίδα λιχ-, οδηγούν στην υπόθεση ότι το ρ. θα σχημάτιζε ρηματικούς τ. από το ίδιο θ. (λιχ-). Από το σύνθ. εκ-λείχω σχηματίστηκε το γλείφω. Τα σύνθ., τέλος, του τ. -λοιχός εμφανίζουν την ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. (πρβλ. αιματολοιχός, τραπεζολοιχός).
ΠΑΡ. λειξούρα, λειχήν(ας), λιχανός
αρχ.
λιχάς, λιχμάζω, λιχμαίνω, λιχμάς, λιχμώ, λίχνος
μσν.
λείξουρος
νεοελλ.
λείξη, λειξιάρης, λειχούδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λειχήνωρ, λειχομύλη, λειχοπίναξ. (Β' συνθετικό) περιλείχω
αρχ.
αναλείχω, απολείχω, διαλείχω, εκλείχω, ελλείχω, επιλείχω].
Greek Monotonic
λείχω: μέλ. λείξω, αόρ. ἔλειξα·
1. γλείφω, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Αριστοφ.
2. ανώμ. μτχ. παρακ., γλώσσῃσι λελειχμότες, αυτοί που παίζουν με τις γλώσσες τους, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
λείχω: лизать, слизывать (τι Her.; αἵματος Aesch., Arst.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: lick (IA).
Other forms: aor. λεῖξαι, fut. λείξω,
Compounds: also with περι-, δια-, ἀνα-, ἐκ- a.o.. As 1. member in Λειχ-ήνωρ a. other parodising PN (Batr.).
Derivatives: λειχήν, -ῆνος m. "the licker", lichen, efflorescence, moss (A., Hp., Thphr.; on the formation Schwyzer 487, Chantraine Form. 167) with λειχήν-η plantname = μυρτάκανθος (Dsc.), -ώδης, -ικός lichen-like resp. belonging to moss (medic.), -ιάω have the λ. (Thphr.). - ἔκλειγ-μα (:ἐκ-λείχω) tablette, bonbon, ἐκλεικ-τόν id. (medic.). - With diff. ablaut: 1. λιχανός (δάκτυλος) m. the lick-, i.e. forefinger (Hp., pap.), with oppositive accent (Schwyzer 380) λίχανος m. the string stricken by the forefinger (Aristox., Arist.); λιχάς, -άδος f. the distance between the forefinger and the thumb (Hero, Poll.), after διχάς, πεντάς a. o. (s. Chantraine 358) for expected *λιχανάς. 2. λιχμάομαι, -άω, also with ἀπο-, περι- a. o., lick (since Φ 123; λελιχμότες Hes. Th. 826 prob. analogical innovation with Leumann Hom. Wörter 218; hardly for *λελοιχότες to λείχω with Fraenkel Mél. Boisacq 1, 378) with λιχμ-ήμων, -ήρης licking (Nic.), λιχμάς θρῖναξ. καὶ ἁπαλη πόα καὶ χαμαιπετής, ἥν τὰ ἐρπετὰ ἐπιλείχουσι H.; lengthened forms λιχμάζω (Hes. Sc. 235, Nic.), -αινω (Opp.) id. 3. λίχνος fond of sweets, greedy, rapacious, sweet (Att., hell.) with λιχνώδης id. (Ael.), λιχνότης greediness (sch.); denom.. verb λιχνεύω, -ομαι, also with ἐπι-, περι-, be greedy, swallow (D. H., Ph., Plu.) with λίχνευμα titbit (Sophr.), λιχνεία dainty, rapacity (Pl., X.).
Origin: IE [Indo-European] [668] *leiǵh- lick
Etymology: Beside the thematic rootpresent λείχω, from which all other stemforms derive, there are in the related languages several formations: full grade yotpresent in Lith. liežiù, OCS ližǫ; nasalpresent in Lat. lingō; iterative-formations in Goth. bi-laigon, Lith. laižýti (IE *loiǵh-); several full grade formtions in Arm. liz-um, -em, -anem; zero grade form in OIr. ligim, with expressive gemination in OHG lecchōn lecken' etc. An athematic presens with old ablaut is retained in Skt. léh-mi, 1. pl. lih-más (IE *léiǵh-mi, *liǵh-més); that Greek also once had zero grade verbal forms , is shown by the nouns λιχανός (:πιθανός a.o.; Chantraine Form. 197), λίχνος (with remarkable barytonesis, Schwyzer 489) and the denominative λιχμάομαι, which presupposes an μ-stem λιχ-μ- (Schwyzer 725 n. 9). - More forms in WP. 2, 400f., Pok. 668, W.-Hofmann s. lingō, Fraenkel s. liẽžti, Vasmer s. lizátь.