νεβρός

From LSJ
Revision as of 04:45, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεβρός Medium diacritics: νεβρός Low diacritics: νεβρός Capitals: ΝΕΒΡΟΣ
Transliteration A: nebrós Transliteration B: nebros Transliteration C: nevros Beta Code: nebro/s

English (LSJ)

ὁ,

   A young of the deer, fawn, Il.8.248, Od.4.336, etc.; πέδιλα νεβρῶν fawnskin brogues, Hdt.7.75; a type of cowardice, Il.4.243, 21.29; prov., ὁ ν. τὸν λέοντα (sc. αἱρεῖ), of anything strange, Luc. DMort.8.1:—also fem., Il.4.243, E.Ba.866 (lyr.), Trag.Adesp.419.

German (Pape)

[Seite 235] ὁ, das Junge des Hirsches, das Hirschkalb; Il. 8, 248 u. öfter; ἔλαφος ἐν ξυλόχῳ κρατεροῖο λέοντος νεβροὺς κοιμήσασα, Od. 4, 336. 17, 127; als Sinnbild der Furcht u. Verzagtheit, πεφυζότες ἠΰτε νεβροί, Il. 22, 1, τεθηπότες ἠΰτε νεβροί, 4, 243. 21, 29; ὡς κύων νεβρὸν ἐκμαστεύομεν, Aesch. Eum. 237; ποικιλόθριξ, Eur. Alc. 888; öfter; auch in Prosa, Plat. Charm. 155 d; τοὺς νεογνοὺς τῶν νεβρῶν, Xen. Cyn. 9, 3, öfter; Folgde. Sprichwörtlich ὁ νεβρὸς τὸν λέοντα, Luc. D. Mort. 8, 1. – Ἡ νεβρός, Eur. Pol. 6, Theocr. 12, 6, Plut. Sert. 11.

Greek (Liddell-Scott)

νεβρός: ὁ, τὸ νεογνὸν τῆς ἐλάφου, «ἐλαφάκι», Ἰλ. Θ. 248. Ὀδ. Δ. 336, κτλ.· πέδιλα νεβρῶν, ἐκ δερμάτων νεβροῦ, Ἡρόδ. 7. 75: - ὡς ἔμβλημα δειλίας, Ἰλ. Δ. 243, Φ. 29· παροιμ., ὁ ν. τὸν λέοντα (ἐξυπακ. αἱρεῖ), ἐπὶ πράγματος παραδόξου, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 8. 1. - Ὡσαύτως θηλ., Ἰλ. Δ. 243, Εὐρ. Βάκχ. 867, Πολύϊδ. 6. (Ἐκ τῆς √ΝΕϜ, νέϝ-ος, ἴδε νέος).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, ἡ)
au masc. faon, jeune cerf;
au fém. jeune biche, animal.
Étymologie: R. ΝεϜ, être nouveau ; cf. νέος.

English (Autenrieth)

fawn; as symbol of timorousness, Il. 4.243.

Greek Monolingual

ο (Α νεβρός, ὁ και σπαν. ἡ)
το νεογνό του ελαφιού, το ελαφάκι («νεβρὸν ἔχοντ' ὀνύχεσσι, τέκος ἐλάφοιο ταχείης», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. το δέρμα νεογνού ελαφιού («περὶ δὲ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν», Ηρόδ.)
2. μτφ. κάθε σύμβολο φόβου και δειλίας («τίφθ' οὕτως ἔστητε τεθηπότες ἠύτε νεβροί», Ομ. Ιλ.)
3. παροιμ. «ὁ νεβρός τὸν λέοντα (ενν. αἱρεῑ, δηλ. συλλαμβάνει)» — λεγόταν για παράδοξο πράγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. negw-ro-, που συνδέεται με αρμ. nerk «χρώμα», ίσως και λατ. niger «σκοτεινός». Η ονομ. του ζαρκαδιού προέρχεται επομένως από το χρώμα του. Ανάλογη περίπτωση το προκάς «ελάφι», συγγενές με το πρεκνός / περκνός «στικτός».
ΠΑΡ. νεβρίδα
αρχ.
νέβραξ, νέβρειος, νεβρή, νεβρίας, νέβρινος, νέβριον, νεβρίτης, νεβρίτις, νεβρούμαι, νεβρώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. νεβρόγονος, νεβροκτόνος, νεβροστολίζω, νεβροτόκος, νεβροφανής, νεβροφόνος, νεβροχίτων.

Greek Monotonic

νεβρός: ὁ και ἡ, νεογνό ελαφιού, νεογέννητο ελαφάκι, σε Όμηρ. κ.λπ.· πέδιλα νεβρῶν, υποδήματα από δέρμα νεογέννητου ελαφιού, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

νεβρός: ὁ и ἡ молодой олень, олененок (ποικιλόθριξ Eur.): πέδιλα νεβρῶν Her. обувь из оленьей шкуры.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m., f.
Meaning: young of the deer, fawn (Il.).
Compounds: As 1. member e.g. in νεβρο-τόκος bringing forth fawns (Nic.).
Derivatives: Several derivv, most poet. a. late 1. Subst. : νεβρίς, -ίδος f. fawnskin (E.) with νεβρίδ-ιον (Artem.) and νεβριζω wear a fawnskin (D. 18, 259, beside κρατηρίζω drink a bowl, of the participants of a Dionysosfeast), νεβρισμός wearing νεβρίς (gramm.); νεβρῆ f. id. (Orph.); νεβρίας m. name of a shark (γαλεός, Arist.; because of the colour, cf. Thompson Fishes s.v.), ἔλαφος νεβρίας H. s. λάδας; νέβρακες οἱ ἄρρενες νεοττοὶ τῶν ἀλεκτρυόνων H. (cf. σκύλαξ, πόρταξ and Chantraine Form. 379); νεβρίτης λίθος (Orph.), -ῖτις (Plin.), because of the colour (Redard 58). -- 2. Adj.: νέβρινος (S.), νέβρειος (Call., APl.) of a fawn, νέβρειον name of the Pastinaca sativa (Ps.-Dsc.; Strömberg Wortstudien 50); νεβρώδης fawnlike (AP). -- 3. Verb: νεβρόομαι be changed into a fawn (Nonn.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: With νεβρός agrees exactly Arm. nerk, -oy colour, if from IE *(s)negʷro-. It is derived from nerk-anem colour, which has the form of a primary verb (aor. nerk-i). But the word for deer has nothing to do with it. Deer and hind are often called after their colour, e.g. πρόξ, προκάς deer- or roe-like animal to περκνός speckled, πρεκνόν ποικιλόχροον ἔλαφον H. Also Lat. niger black has been compared; on the meaning cf. a.o. περκνός also darkspotted, blackish and Porzig Gliederung 167 (doubts in W.-Hofmann s.v.). But the meaning has nothing to do with deer. -- Diff. on nerk (backformation from primary nerkanem with a very complicated etymology) Belardi Ric. ling. 1, 147 f.; s. also Pagliaro Rend. Acc. Linc. 8 : 16, 2 n. 6.