μολοβρός

From LSJ
Revision as of 05:02, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source

German (Pape)

[Seite 199] ὁ, nach der Erkl. der Alten ὁ μολὼν ἐπὶ βοράν, der Landstreicher und Bettler, der sich bei Andern Essen erbettelt, nach Riemer mit μῶλυς, μωλύνω, mollis zusammenhangend, ein fauler Fettwanst; Od. 17, 219. 18, 26; vgl. Lycophr. 775; μολοβρὸς καὶ ἀνέστιος, Nicet. – Bei Nic. Ther. 662 ist κεφαλὴ πεδόεσσα μ ολοβρή so viel wie χαμηλή, ταπεινή, Andere lesen aber μολυβρή, = μολυβδοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

μολοβρός: ὁ, ὁ ἀκόρεστος τροφῆς, λαίμαργος ἄνθρωπος, γαστρίμαργος, ἀναφερόμ. εἰς ἐπαίτην, Ὀδ. Ρ. 219., Σ. 26· ‒ ὡσαύτως ὡς ἐπίθ., μολοβρὴ ῥίζα, ταπεινή, μόλις αὐξανόμενη, Νικ. Θ. 662. (Κατὰ τοὺς Γραμμ., ὁ μολὼν ἐπὶ βοράν· ἀλλ᾿ αἱ λέξεις μολόβριον, μολοβρίτης προφανῶς σχετίζουσι τὸ μολοβρὸς πρὸς τὴν ἔννοιαν τοῦ χοίρου· καὶ ἂν ἡ ῥίζα εἶναι (ὡς ὁ Κούρτ. νομίζει) ἡ αὐτὴ καὶ τοῦ μέλας, μολύνω, ἡ κυριολεκτικὴ σημασία αὐτοῦ θὰ εἶναι, μέλας ἢ ῥυπαρὸς χοῖρος).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
gourmand ; parasite.
Étymologie: DELG étym. obscure ; DELG suppl. *μόλος (cf. skr. málam « boue ») et *gwerh3 « manger » : « qui mange des ordures », terme injurieux.

English (Autenrieth)

glutton, gormandizer, Od. 17.219 and Od. 18.26.

Greek Monolingual

μολοβρός, ὁ (Α)
1. (για επαίτη) αυτός που σπεύδει προς τη βορά, ακόρεστος στην τροφή, γαστρίμαργος, λαίμαργος
2. ως επίθ. μολοβρός, -ή, -όν αυτός που μόλις αυξάνεται, χαμηλός, ταπεινός («μολοβρὴ ῥίζα» ή «μολοβρὴ κεφαλή» — η ρίζα, ή κεφαλή φυτού που μόλις αναπτύσσεται, μόλις προβάλλει από το έδαφος, Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για την ονομ. ενός ζώου που έχει αποδοθεί ως παρωνύμιο σε έναν επαίτη. Η λ. πιθ. < μέλας, μολύνω + ὄβρια, ὀβρίκαλα «βλαστάρι» (πρβλ. μολεύω) + βορά, οπότε θα είχε τη σημ. «το ζώο που τρώει τρυφερούς βλαστούς». Λιγότερο πιθανή είναι η άποψη ότι προέρχεται από τη φρ. «ἀπὸ τοῡ μολεῖν καὶ παραγίνεσθαι πρὸς βορὰν καὶ τροφήν». Ο τ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη μορφή morogoro ως ανθρωπωνύμιο].

Greek Monotonic

μολοβρός: ὁ, λαίμαργος τύπος, αχόρταγος άνθρωπος, λέγεται για ζητιάνο, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

μολοβρός:μολύνω + βιβρώσκω или ὄβρια бран. грязный обжора Hom.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: scornful or ignominious qualification, by the goat-herd Melanthos and the beggar Iros referred to the unknown Odysseus (ρ 219, σ 26; after this Lyc. 775); also of the head (κεφαλή) of a plant in unknown meaning (Nic. Th. 662).
Dialectal forms: Myc. moroqoro \/mologʷros\/
Derivatives: μολόβρ-ιον n. the young of a swine (Ael.), -ίτης ὗς ds. (Hippon.). -- PN Μόλοβρος m. (Th. 4, 8, 9; Lacon.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Popular word, because of the uncertain meaning hard to assess. Several proposals of doubtful value from old and new times: ἀπὸ τοῦ μολεῖν καὶ παραγίνεσθαι πρὸς βορὰν καὶ τροφήν (sch. Lyc. 775); from μέλας, μολύνω and τὰ ὄβρια, ὀβρίκαλα the young of animals (Curtius 370); to βλιβρόν λαγρόν H. and βλάβη (Fick BB 28, 97; agreeing Bechtel Lex. s.v. and Hist. Personennamen 502); from *μολός runner, shoot (cf. μολεύω) and βορά (Grošelj Živa Ant. 2, 212f.); s. also Reynen Herm. 85, 142 w. n. 2. - Neumann HS 105(1992) 75-80 derives it form *μολος, Skt. málam dirt (from *melo- or *molHo-) and the root *gʷrh₃- eat in βιβρώσκω; but -*gʷr̥Ho- would have given *-βαρο-. Rather a Pre-Greek word.