λαπαρός

From LSJ
Revision as of 05:20, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαπαρός Medium diacritics: λαπαρός Low diacritics: λαπαρός Capitals: ΛΑΠΑΡΟΣ
Transliteration A: laparós Transliteration B: laparos Transliteration C: laparos Beta Code: laparo/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A slack, loose, τὸ λ. τῆς πλευρῆς, = λαπάρα, Hp.Art. 50; of the bowels, Id.Prog.11; λαπαρὸς εἰλεός, Id.Epid.2.6.26, Orib. 8.28.5; λ. γίνεσθαι have the bowels opened, Arist.Pr.935b28; ἵππος λ. ὢν ἀλγεῖ Id.HA604b16 (nisi leg. λαπάρας ἀνέλκει); of a dislocated joint, ὄπισθεν λαπαρόν, ἔμπροσθεν ἐξέχον Hp.Mochl.24; hollow, of a cushion, μέσον κατὰ μῆκος ποιήσαντα λαπαρόν Id.Fract.16; πλευρέων ὀδύναι λαπαραί, perh. slight, Id.Epid.6.3.18 (so perh. λ. εἰλεός above). Adv. -ρῶς, ὑποχονδρίου ἔντασις λαπαρῶς, i.e. without swelling, ib. 3.1.β (opp. μετ' ὄγκου acc. to Gal.ad loc.).    II lewd, lecherous, Hsch.

German (Pape)

[Seite 16] = λαγαρός, schmächtig, eingefallen, dünn u. mager, bes. bei den Medic. weichen, offenen Leib habend; κοιλίη u. ä., Hippocr. Auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰπᾰρός: -ά, -όν, ὡς τὸ λαγαρός, χαλαρός, τὸ λ. τῆς πλευρῆς = λαπάρα, Ἱππ. 817Α· ἐπὶ τῶν ἐντοσθίων, ὁ αὐτ. ἐν Προγν. 40, κ. ἀλλ., ἴδε Foës Oecon.· λ. γενέσθαι, γίνομαι εὐκοίλιος, Ἀριστ. Προβλ. 23. 39· ἵππος λ. ὢν ἀλγεῖ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 5 (ἔνθα ὁ Aubert προτείνει: λαπάρας ἀνέλκει). 2) μαλακός, προσκεφάλαιον 763C. Ἐπίρρ. -ρῶς, ὁ αὐτ. (Πρβλ. λαπάσσω).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
flasque.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Greek Monolingual

λαπαρός, -ά, -όν (Α)
1. χαλαρός, λαγαρός (α. «τὸ λαπαρὸν τῆς πλευρῆς», Ιπποκρ
β. «ὄπισθεν λαπαρόν, ἔμπροσθεν ἐξέχον», Ιπποκρ.)
2. (για μαξιλάρι) βαθουλωτό, μαλακό
3. (για πόνο)
ελαφρός, μαλακός
4. (κατά τον Ησύχ.) «ἀσελγής, ἀκόλαστος, λάγνος».
επίρρ...
λαπαρῶς (Α)
με χαλαρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. < θ. λαπ- που μαρτυρείται σε γλώσσα του Ησυχίου (ἔλαψα
διέφθειρα) + κατάλ. -αρός, που εμφανίζεται σε συγγενείς σημασιολογικά λέξεις (πρβλ. λαγαρός, πλαδαρός, χαλαρός). Ο τ., τέλος, συνδέεται με τα λαπάσσω, λαπάρα, λάπαθα].

Greek Monotonic

λᾰπᾰρός: -ά, -όν, χαλαρός, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

λᾰπᾰρός: (тж. λ. περὶ τὴν κοιλίαν Arst.) с расслабленным кишечником, страдающий расстройством желудка (ἵππος Arst.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: weak, slack, hollow (Hp., Arist.).
Derivatives: λαπαρότης weakness (Hp.); λαπάρη f. the weak flanks, pl. the flank(s) (Il.). - Beside it λαπἁσσω, -ττω, (-ζω Ath., H.), aor. λαπάξαι, fut. λαπάξω weaken, make hollow, sunken, void (Hp.), also destroy (A.); from there λάπαξις evacuation (Arist., medic.), λαπαγμῶν ἐκκενώσεων H., λαπακτικός evacuating (medic.). - On λάπαθον pitfall s. v. With λαπαρός cf. λαγαρός, χαλαρός, πλα-δαρός etc. with the same suffix and the same meaning (Chantraine Form. 227); a basic primary verb may have been retained in ἔλαψα διέφθειρα. Κύπριοι H. Lengthened from there (after μαλάττω? cf. λαπάττων μαλάττων, λαγαρὸν ποιῶν H.) λαπάσσω, -ττω; the usual meaning evacuate arose in the language of the medics from weaken, make hollow, sunken, referred to the stomach and the bowels. In the sense of destroy λαπάξειν, -ξαι agree with ἀλαπάζω, of which the relation to λαπάσσω, -ζω has not been explained; perhaps a cross with another word (Ruijgh L'élém. achéen 74f.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Outside cognates fail; cf. W.-Hofmann s. lepidus (cf. on λέπω, λεπτός); Alb. laps tired? (Jokl WienAkSb. 168 : 1, 48; rejected in WP. 1, 92, Pok. 33).