σηπία

From LSJ
Revision as of 06:40, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηπία Medium diacritics: σηπία Low diacritics: σηπία Capitals: ΣΗΠΙΑ
Transliteration A: sēpía Transliteration B: sēpia Transliteration C: sipia Beta Code: shpi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A cuttle-fish, sepia, Hippon.68 B, Epich.61, Ar.Ach.351, al., Antipho Soph.78, Arist.HA524a25, al.; a dainty at Athens, Ar. Ach.1040, etc.

German (Pape)

[Seite 875] ἡ, der Blackfisch od. Tintenfisch, der, verfolgt, eine schwarze, leuchtende Feuchtigkeit von sich giebt, aus der die braune Malerfarbe sepia bereitet wird; Ar. Ach. 332 Eccl. 126; Arist. H. A. 4, 8; Ath. VII, 323 ff.

Greek (Liddell-Scott)

σηπία: ἡ, «σουπιά», μαλάκιον ὅπερ διωκόμενον ἐκπέμπει μέλαν τι ὑγρὸν καὶ θολώνει τὰ ὕδατα ὅπως διαφύγῃ· ἐκ τοῦ ὑγροῦ δὲ τούτου παρασκευάζεται καὶ τὸ χρῶμα σηπία, Ἱππῶναξ 62, Ἐπίχ. 33 Ahr., Ἀριστοφ. Ἀχ. 351, κ. ἀλλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 21, κ. ἀλλ.· πρβλ. θολός (ὁ), θολόω· - ἐν Ἀθήναις ἔτρωγον αὐτὴν ὡς ἔδεσμα ἐκ τῶν ἀρίστων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1040, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
seiche, poisson qui jette une liqueur noire avec laquelle on prépare la sépia.
Étymologie: DELG obscur.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, δεκάποδων κεφαλόποδων μαλακίων, κοινότατο στις ελληνικές ακτές, γνωστό με την κοινή, σήμερα, ονομασία σουπιά
2. τύπος μελάνης που εκκρίνεται από τα διβράγχια κεφαλόποδα μαλάκια και, κυρίως, από τις σουπιές, γνωστός από την αρχαιότητα, που χρησιμοποιήθηκε όμως μετά την Αναγέννηση ως μέσο σχεδιασμού, κν. σέπια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αξιοσημείωτο είναι ότι η λ., αν και ονομασία ψαριού, εμφανίζει κατάλ. -ία (πρβλ. και ταιν-ία), αντί για το συνηθέστερο επίθημα -ίας (πρβλ. καρχαρ-ίας, ξιφ-ίας). Η σύνδεση της λ. με το ρ. σήπομαι «σαπίζω» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Τη λ., τέλος, δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. sēpia), ενώ στη Νέα Ελληνική απαντά ο τ. σουπιά (πρβλ. σησάμιον: σουσάμι)].

Greek Monotonic

σηπία: ἡ, σουπιά, η οποία όταν αλιεύεται, θολώνει το νερό εκχέοντας ένα υγρό, είδος μελανιού, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σηπία -ας, ἡ Ion. σηπίη inktvis.

Russian (Dvoretsky)

σηπία: ἡ зоол. сепия, каракатица Arph., Arst., Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: squid (Hippon., Epich., Ar., Arist. a. o.).
Other forms: Ion. -ίη.
Derivatives: Diminutives σηπ-ίδιον (Hp., com., Arist.), -ιδάριον n. (Philyll.); also -ιάς f. id (Nic.); -ίον or -ειον n. Os sepiae, bone of the cuttle-fish, pounce (Arist.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation and origin dark. In form agreeing to the abstracts in -ία, σηπία stands under the fish- and other animal names rather isolated (one would have expected rather -ίας, ev. -ια; but note ταινία). If to σήπομαι (e.g. Fraenkel Nom. ag. 2, 174 n. 1 [p. 175]), σηπία in Epich. (61 a. 84) must be either wrongly transmitted or be a Ionism. -- Lat. LW [loanword] sēpia. -- Prob. a Pre-Greek word (not in Furnée).