ῥάσσω
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
Att. ῥάττω, (κατα-) Plb.10.48.7, (συρ-) D.H.8.18: fut.
A ῥάξω LXX Is.9.11(10), (ξυρ-) Th.8.96: aor. ἔρραξα D.54.8, Apollod. Com.22, (συν-) X.HG7.5.16:—Pass., fut. (in med. form) ῥάξομαι (καταρ-) Plu.Caes.44: aor. ἐρράχθην LXX Da.8.10, (ἐπι-) D.H.8.18:— like ἀράσσω, strike, dash, τινὰ εἰς τὸν βόρβορον D. l.c.; overthrow, τινας LXX Is. l.c. 2 in Ion. form ῥήσσω, of dancers, beat the ground, dance, ῥήσσοντες ἁμαρτῇ μολπῇ τ' ἰυγμῷ τε ποσὶ σκαίροντες ἕποντο Il.18.571; οἱ δὲ ῥήσσοντες ἕποντο h.Ap.516; for which A.R. 1.539 has in full, ὥστε . . πέδον ῥήσσωσι πόδεσσι:—so also αἴρῃσιν ὅτε ῥήσσοιτο σίδηρος Euph.51.9; ῥήσσειν τύμπανα beat them violently, AP 7.709 (Alexander). [ῥάσσω (ῥάττω) prob. has ᾱ by nature, as shown by Ion. ῥήσσω: cf. ἀράσσω:—the Ion. form is found also in the κοινή, as LXX Wi.4.19, Ev.Marc.9.18, Ev.Luc.9.42, Arr.Epict.1.20.9.]
German (Pape)
[Seite 834] schlagen, stoßen; ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον οὕτω διέθηκαν, ὥςτε τὸ χεῖλος διακόψαι, Dem. 54, 8, woraus es B. A. 113 augeführt ist mit der Erkl. καταβαλεῖν; zerschlagen, zerschmettern, zerreißen, übh. theilen, s. ῥήσσω u. ἀράσσω.
Greek (Liddell-Scott)
ῥάσσω: Ἀττ. -ττω, (συρ-) Διον. Ἁλ. 8. 18· - μέλλ. ῥάξω (ξυρ-) Θουκ. 8. 96· ἀόρ. ἔρραξα Δημ. 1259. 11, (συν-) Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 16. - Παθ. μέλλ., (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ) ῥάξομαι (καταρ-) Πλουτ. Καῖσ. 44· ἀόρ. ἐρράχθην (ἐπι-) Διον. Ἁλ. 8. 18· Ὡς τὸ ἀράσσω, κτυπῶ, καταρρίπτω, ῥίπτω μεθ’ ὁρμῆς, ὠθῶ, εἶθ’ ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, οὕτω διέθηκαν ἐναλλόμενοι καὶ ὑβρίζοντες ὥστε κτλ. Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πατάσσω, ῥάξει ὁ Θεὸς τοὺς ἐπανισταμένους ἐπὶ ὅρος Σιὼν ἐπ’ αὐτὸν Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Θ΄, 11).
French (Bailly abrégé)
heurter, frapper, battre.
Étymologie: DELG pas d’étym. claire.
English (Slater)
ῥάσσω,
1 throw down ῥάξεται (coni. Gildersleeve: ἄρξεται codd., q. v.) (O. 8.45) ]
Greek Monolingual
και αττ. τ. ῥάττω και ιων. τ. ῥήσσω Α
1. χτυπώ κάποιον, τον ρίχνω κάτω βίαια χτυπώντας και σπρώχνοντας τον («ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, οὕτω διέθηκαν ἐναλλόμενοι καὶ ὑβρίζοντες», Δημοσθ.)
2. πατάσσω, τιμωρώ αυστηρά («ῥαξει ὁ Θεὸς τοὺς ἐπανισταμένους ἐπὶ ὄρός Σιὼν ἐπ' αὺτόν», ΠΔ)
3. (για χορευτές) χτυπώ το έδαφος δυνατά με τα πόδια («πέδον ῥήσσωσι πόδεσσι», Απολλ. Ρόδ.)
4. κρούω, χτυπώ δυνατά («ῥήσσειν τύμπανα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. ῥάσσω (πιθ. < Fρᾶχ-jω, πρβλ. ῥαχ-ία) μπορεί πιθ. να αναχθεί σε μια ΙΕ ρίζα wrāĝh- «χτυπώ» και να συνδεθεί με ρωσ. raziti «χτυπώ», τσέχικο raz «χτύπημα». Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το ρ. ῥάσσω (< Fραχ-jώ) συνδέεται με το ρ. ἀράσσω «ορμώ, χτυπώ δυνατά» με μια εναλλαγή μονοσύλλαβου - δισύλλαβου θέματος (Fρά-σσω: Fαρά-σσω) ανάλογη με αυτήν στα ρ. θρά-σσω: ταρά-σσω. Η άποψη, όμως, αυτή δεν θεωρείται πιθανή λόγω της απουσίας αρκτικού F- στο ρ. ἀράσσω (βλ. και λ. αράσσω). Στους μεταγενέστερους χρόνους η οικογένεια του ρ. ῥάσσω συγχεόταν συχνά με αυτήν του ρ. ῥήγνυμι «σπάζω» (ανάλογη σύγχυση παρατηρείται πιθ. και με τους σλαβ. τ., πρβλ. ρωσ. raziti «χτυπώ» και ρωσ. rezati «χτυπώ», αρχ. σλαβ. rězati «κόπτω»)].
Russian (Dvoretsky)
ῥάσσω: атт. ῥάττω (ср. ἀράσσω; aor. ἔρραξα) сталкивать, ввергать (τινὰ εἰς τὸν βόρβορον Dem.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to beat, to smash, to thrust, to stamp (also of dancers), intr. to strike, to dash (hell.).
Other forms: Att. ῥάττω, Ion. ῥήσσω (ep. Σ 571, ἐπι- ῥάσσω Ω 454, 456, h.Ap. 516, also LXX, NT), fut. ῥάξω, aor. ῥᾶξαι (Att., hell.), ῥαχθῆναι (LXX).
Compounds: Also w. prefix, e.g. ἐπι-, συν-, κατα-.
Derivatives: 1. σύρ-, πρόσ-ραξις f. crash, impact (Arist., pap.), ἀπό- ῥάσσω n. of a ball-game (Poll., Eust.). 2. κατα-ρράκτης as adj. rushing down, precipitous (S., Str.), as subst. m. waterfall (D. S., Str.), portcullis, boarding bridge (LXX, App. a.o.), n. bird that sweeps down (Ar., Arist.), Κατα-ρρήκτης m. n. of a river in Phrygia (Hdt.); κατα-ρρακτήρ rushing down (Lyc.; of a bird). 3. ῥακτήριον ὄρχησίς τις, -τήρια τύμπανα H., ῥακτήριος approx. suitable for beating, also clamorous? (S. Fr. 802 u. 699); ῥάκτριαι f. (-ια n.?) pl. staffs, to beat off olives (Poll., H., Phot.). On ῥάγ-δην, -δαῖος s. ῥαγή; on ῥαχία s.v.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Rather rare verb, which in the koine was confused with ῥήγνυμι. Without certain connection. As before the ῥ- a consonant must have disappeared, an original PGr. *Ϝράχ-ι̯ω (cf. ῥαχ-ία) can be identified with a Slavic verb for beat (also with loss of u̯-), e.g. Russ. razítь, Czech. raziti, to which a.o. Czech. ráz stroke, stamp, Russ. raz turn, IE *u̯rāǵ(h)- (WP. 1, 318f. with Lidén Ein balt.-slav. Anlautges. 24 f.). The Slav. words, however, have also been connected with Russ. rézatь cut, slaughter, OCS rězati κόπτειν' etc. and so with ῥήγνυμι (s. Vasmer s. raz II and Fraenkel s. rė́zti 1), which however clearly semant. slightly deviate. (As in Greek ῥήσσω and ῥήγνυμι, so in Slav. the corresponding verbs may have partly coalesced. -- The attractive connection with ἀράσσω (Bechtel Lex. s. ῥήσσω with Joh. Schmidt; cf. ταλα- : τλα-, ταράξαι : θράσσω) would require a PGr. *Ϝαράχ-ι̯ω; but there is no trace of a Ϝ-. Cf. ῥάχις.