οἴμη

From LSJ
Revision as of 14:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴμη Medium diacritics: οἴμη Low diacritics: οίμη Capitals: ΟΙΜΗ
Transliteration A: oímē Transliteration B: oimē Transliteration C: oimi Beta Code: oi)/mh

English (LSJ)

ἡ,

   A = οἶμος: metaph., way of song, song, lay, οἴμας Μοῦσ' ἐδίδαξε Od.8.481 ; θεὸς δέ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν 22.347 ; οἴμης τῆς . . κλέος οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανε 8.74 ; οἴ. δῶκε Φοῖβος τέττιγι power of song, Anacreont.32.14 ; οἴμῃ θελγόμενος A.R.4.150 ; Δήλῳ νῦν οἴμης ἀποδάσσομαι Call.Del.9 ; αἰνιγμάτων οἶμαι Lyc.11.

Greek (Liddell-Scott)

οἴμη: ἡ, = οἶμος· μεταφ., ᾠδή, οἴμας Μοῦσ’ ἐδίδαξε Ὀδ. Θ. 481 θεὸς δέ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν Χ. 347· οἴμης τῆς ... κλέος οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανεν Θ. 74· οἴμην δῶκε Φοῖβος τέττιγι, τὴν δύναμιν τοῦ ᾄδειν, Ἀνακρεόντ. 35. 14· οἴμῃ θελγομένους Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 150· αἰνιγμάτων οἶμαι Λυκόφρ. 11. (Ἴδε ἐν λ. οἶμα.)

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
marche d’un récit ; récit, poème.
Étymologie: cf. οἶμος.

English (Autenrieth)

song, lay. (Od.)

Greek Monolingual

οἴμη, ἡ (Α)
1. άσμα, τραγούδι, ωδή («οἴμας Μοῡσ' ἐδίδαξε», Ομ. Οδ.)
2. η ικανότητα να τραγουδά κάποιος («θεὸς δὲ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν», Ομ. Οδ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «οἴμη
λόγος, ἱστορία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει παραχθεί από τη λ. οἶμος «δρόμος οδός», εξαιτίας του ότι το οἶμος έχει χρησιμοποιηθεί προς δήλωση της μελωδίας, του ήχου, του μέλους ενός άσματος (πρβλ. τις φρ. «οἶμος ἀοιδῆς», «ἐπέων οἶμον», «λύρης οἴμους»). Κατ' άλλους, όμως, η προηγούμενη άποψη είναι παρετυμολογική και η λ. οἴμη θα πρέπει να αναχθεί σε ένα θέμα που μαρτυρείται στο αρχ. νορβ. seidr «μαγεία, γοητεία» και στο αρχ. ινδ. sāman- «τραγούδι» ή, κατ' άλλους, σε som-yo- (πρβλ. χεττιτ. išhamai- «τραγουδώ» και αρχ. ινδ. sāman- «τραγούδι»].

Greek Monotonic

οἴμη: ἡ, = οἶμος· μεταφ., τραγούδι, ωδή, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

οἴμη: ἡ сказание, песнь, рассказ Hom., Anacr.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: song, chant, saga, tale (Od., A. R., Call. a.o.); in similar use also οἶμος ἀοιδῆς (h. Merc. 451), ἐπέων οἶμον (Pi. O. 9, 47), λύρης οἴμους (Call. Iov. 97).
Derivatives: ἄοιμον ἄρρητον H., substant. hypostasis προοίμ-ιον (Pi., Att. prose), φροίμ-ιον (trag.) n., prop. "what stands πρὸ οἴμης or πρὸ οἴμου (οἵμου, s. οἶμος)", start of the song, introductory chant, introduction, preamble, Lat. pro- oemium, cf. Koller Phil. 100, 187 ff. Unclear παροιμία, s. v.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Because of the occasional connection of masc. οἶμος with song and play, it is obvious to connect οἴμη with οἶμος walk, way. The word would have got a special meaning in the language of the Aoedes. Thus (after the old interpretation, s. Curtius 401) a.o. still Güntert Kalypso 201 ff., Becker Das Bild des Weges 36f., 68ff., Bieler RhM 85, 240ff., Diehl RhM 89, 88, Nilsson Die Antike 14, 27; also Pagliaro Ric. ling. 2, 25 ff. (to the group of ἱμάς, s. v.; similarly a. o. Čop Sprache 6, 5). -- After Osthoff BB 24, 158ff. however οἴμη and οἶμος song must be separated from οἶμος walk, way and connected with OWNo seiðr m. kind of sorcery, Skt. sā́man n. song, what supposes partly suffixchange (*soi-mā : *soi-to-s), partly an ablaut [[[i]]]-:soi- (which is improbable); cf. WP. 2, 509 f. Improbable Benveniste BSL 50, 39 f. (from *som-i̯o- to Hitt. išhamāi- sing); cf. Bader, BSL 85(1990)36.

Middle Liddell

οἴμη, ἡ,
=oi)=mos: metaph. a song, lay, Od.