πορθμεῖον

From LSJ
Revision as of 19:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορθμεῖον Medium diacritics: πορθμεῖον Low diacritics: πορθμείον Capitals: ΠΟΡΘΜΕΙΟΝ
Transliteration A: porthmeîon Transliteration B: porthmeion Transliteration C: porthmeion Beta Code: porqmei=on

English (LSJ)

Ion. πορθμ-ήϊον, τό,

   A place for crossing, passage, ferry, πορθμήϊα Κιμμέρια (where it is pr.n.) Hdt.4.12,45.    II passage-boat, ferry-boat, Id.7.25, X.HG5.1.23, Antiph.86.4, Luc.DMort.10.1; πορθμείων ὅρμου ὅρος IG12.890.    III ferryman's fee, Call.Fr.110, Luc.DMort.22.1 (pl.); τὸ εἰς Ῥήνειαν π. Inscr.Delos 442A153(ii B.C.).    IV landing-place, Wilcken Chr.392.10(ii A.D.), etc. [This word and its cognates are sts. written προθ-in Pap., e.g.POxy.1421.6(iii A.D.).]

German (Pape)

[Seite 683] τό, ion. πορθμήϊον, Ort zum Uebersetzen; Κιμμέρια, Her. 4, 12. 45, Eigenname geworden. – Schiff zum Uebersetzen, Frachtschiff, Fähre, Her. 7, 25 Xen. Hell. 5, 1, 23 Poll. 3, 42, 3 u. öfter, wie Strab., Plut. u. oft bei Luc. – Auch = Fährgeld, Luc. D. Mort. 22, 1.

Greek (Liddell-Scott)

πορθμεῖον: Ἰων. -ήιον, τό, τόπος πρὸς διαπόρθμευσιν, πέραμα, πόρος, πορθμήια Κιμμερικὰ (ἔνθα κεῖται ὡς κύρ. ὄνομα) Ἡρόδ. 4. 12, 45. ΙΙ. λέμβος πρὸς διαπόρθμευσιν, «πέραμα», ὁ αὐτ. 7. 25, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 23· τοὺς γλιχομένους δὲ ζῆν… ἄκοντας ὁ Χάρων ἐπὶ τὸ προθμεῖον ἄγει Ἀντιφάν. ἐν «Διπλασίοις» 2. ΙΙΙ. ὁ ναῦλος τῆς διαπορθμεύσεως, Καλλ. Ἀποσπ. 110, Δουκ. Νεκρ. Διάλ. 22. 1. ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκι ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 582.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 détroit;
2 instrument de transport par eau, navire, barque;
3 prix du passage.
Étymologie: πορθμεύω.

Greek Monotonic

πορθμεῖον: Ιων. -ήιον, τό (πορθμός),
I. σημείο περάσματος, διάβαση πάνω από κάτι, δίαυλος, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. πορθμείο, «φέρι μπόουτ», στον ίδ., Ξεν.
III. ναύλα πλοίου, αμοιβή πορθμέα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

πορθμεῖον: ион. πορθμήϊον τό
1) судно для переправы или плот, паром Her., Xen., Plut., Luc.;
2) место переправы, перевоз: πορθμήϊα τὰ Κιμμέρια или Κιμμερικά Her. Киммерийская переправа (см. Κιμμέριος и Πορθμήϊα);
3) плата за переправу Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορθμεῖον -ου, τό, Ion. πορθμήϊον [πορθμεύω] veer veerplaats:. πορθμήϊα Κιμμέρια het Cimmerische veer Hdt. 4.12.1. veerboot; transportschip. Hdt. 7.25.2. veergeld. Luc. 77.2.1.

Middle Liddell

πορθμεῖον, ιονιξ -ήιον, ου, τό, πορθμός
I. a place for crossing, a passage over, ferry, Hdt.
II. a passage-boat, ferry-boat, Hdt., Xen.
III. the fare of the ferry, ferryman's fee, Luc.