ἑτερόγναθος

From LSJ
Revision as of 22:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόγνᾰθος Medium diacritics: ἑτερόγναθος Low diacritics: ετερόγναθος Capitals: ΕΤΕΡΟΓΝΑΘΟΣ
Transliteration A: heterógnathos Transliteration B: heterognathos Transliteration C: eterognathos Beta Code: e(tero/gnaqos

English (LSJ)

ον,

   A with one side of the mouth harder than the other, [ἵπποι] X.Eq.1.9, al.; glossed by ἀπειθής, ἢ ἄπληστος, Phot.

German (Pape)

[Seite 1048] ἵππος, ein Pferd, dessen eine Seite des Maules zu hart oder zu weich zum Lenken ist, Xen. re equ. 1, 9. 2, 5. 6, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόγνᾰθος: ὁ, ἔχων τὴν μίαν γνάθον σκληροτέραν τῆς ἄλλης, ἵππος Ξεν. Ἱππ. 1. 9., 3. 5., 6. 9. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ετερόγναθος· σκληρόστομος. ἀπειθής. ἐπὶ τῶν ἵππων», κατὰ δὲ τὸν Φώτιον «ἑτερόγναθος ὁ ἀπειθὴς ἢ ὁ ἄπληστος καὶ ἀμφοτέραις ταῖς γνάθοις ἐσθίων».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la bouche est plus dure ou plus tendre d’un côté que de l’autre en parl. de cheval.
Étymologie: ἕτερος, γνάθος.

Greek Monolingual

ἑτερόγναθος, -ον (Α)
(για ίππο) αυτός που έχει τη μία γνάθο σκληρότερη από την άλλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + γνάθος].

Greek Monotonic

ἑτερόγνᾰθος: ὁ, αυτός που έχει τη μία γνάθο σκληρότερη από την άλλη, ἵππος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἑτερόγνᾰθος: имеющий рот, обе стороны которого неодинаковы по мягкости (ἵππος Xen.).

Middle Liddell

ἑτερό-γνᾰθος, ὁ,
with one side of the mouth harder than the other, ἵππος Xen.