καλοκἀγαθία

From LSJ
Revision as of 23:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλοκἀγᾰθία Medium diacritics: καλοκἀγαθία Low diacritics: καλοκαγαθία Capitals: ΚΑΛΟΚΑΓΑΘΙΑ
Transliteration A: kalokagathía Transliteration B: kalokagathia Transliteration C: kalokagathia Beta Code: kaloka)gaqi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A the character and conduct of a καλὸς κἀγαθός (v. καλοκἀγαθός), nobleness, goodness, X.Mem.1.6.14, Arist.EN 1124a4, al., Poll.4.10; freq. in Inscrr., ἁ ποτὶ τοὺς Ἕλλανας κ. SIG 558.15 (Ithaca, found at Magn. Mae.); ἀρετᾶς ἕνεκεν καὶ κ. τᾶς εἴς τινας ib.649 (Olymp.); τῆς πόλεως κ., opp. ἡ Φιλίππου κακία, D.18.93, cf. lsoc.1.6, D.25.24; opp. ῥᾳδιουργία, X.Ages.11.6: pl., ἀρεταὶ καὶ κ. Phld.Rh.2.33S.

German (Pape)

[Seite 1312] ἡ, das Wesen, die Tugend des καλὸς καὶ ἀγαθός, Rechtschaffenheit, Biederkeit; Xen. Mem. 1, 6, 14; Din. 3, 18; Ggstz κακία, Isocr. 1, 6, u. πονηρία, Dem. 25, 24; Arist. Eth. 4, 7. 10, 10.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
parfaite honnêteté, probité scrupuleuse.
Étymologie: καλοκἀγαθός.

Greek Monolingual

η (Α καλοκἀγαθία, Μ καλοκαγαθία) καλοκάγαθος
η ιδιότητα του καλοκάγαθου, η φύση, ο χαρακτήρας και η νοοτροπία του καλού και αγαθού ανθρώπου, καλοσύνη, αγαθότητα, χρηστότητα, ευγένεια
αρχ.
εκδήλωση αγαθής προθέσεως προς κάποιον, επιεικής και ευγενής συμπεριφορά, φιλάνθρωπη διαγωγή («ἡ τῆς πόλεως καλοκἀγαθία», Δημοσθ.).

Greek Monotonic

κᾰλοκἀγᾰθία: ἡ, ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά του καλὸς κἀγαθός, ευγένεια, καλοσύνη, σε Ξεν., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλοκἀγᾰθία: ἡ нравственная чистота, безукоризненная честность, порядочность, благородство Xen., Arst., Dem. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλοκἀγαθία -ας, ἡ [καλοκἀγαθός] het gedrag van een perfecte gentleman; volkomen voortreffelijkheid, perfectheid:. καλοκἀγαθία ἕξις προαιρετικὴ τῶν βελτίστων ‘kalokagathia’ is een instelling die de voorkeur geeft aan wat het beste is [Plat.] Def. 412e; καλοκαγαθίᾳ προκεκρίσθαι τῶν πολιτῶν door hun voortreffelijkheid het puikje van de burgers zijn Xen. Mem. 3.5.19; ἔδειξεν ἀνθρώποις τήν τε τῆς πόλεως καλοκαγαθίαν hij toonde de mensen de perfectie van onze staat Dem. 18.93.

Middle Liddell

κᾰλοκἀγᾰθία, ἡ,
the character and conduct of a καλὸς κἀγαθός, nobleness, goodness, Xen., Dem.