ἰωκή
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ἡ (for διωκή acc. to A.D.Conj.256.27, v. sq.),
A rout, pursuit, οὔτε βίας . . ὑπεδείδισαν οὔτε ἰωκάς Il.5.521: personified, with Ἔρις and Ἀλκή, 5.740:—metaplast. acc., πόνον αἰπὺν ἰῶκά τε δακρυόεσσαν 11.601.
German (Pape)
[Seite 1278] ἡ, Schlachtgetümmel, bes. Angriff u. Verfolgung in der Schlacht; οὔτε βίας Τρώων ὑπεδείδισαν οὔτε ἰωκάς Il. 5, 521; personificirt, auf der Aegis, ἐν δ' ἔρις, ἐν δ' ἀλκή, ἐν δὲ κρυόεσσα ἰωκή, 739. Dazu gehört der acc. ἰῶκα (wie von ἴωξ gebildet), εἰσορόων πόνον αἰπὺν ἰῶκά τε δακρυόεσσαν Il. 11, 599. Vgl. die ähnlichen ἴωξις u. ἰωχμός, die mit διώκω zusammenzuhangen scheinen.
Greek (Liddell-Scott)
ἰωκή: ἡ, (διώκω, πρβλ. Δδ ΙΙ. 10)· - καταδίωξις, Ἰλ. Ε. 521. Αἰτ. κατὰ μεταπλασμὸν (ὡς εἰ ἐξ ὀνομ. ἰώξ), ἰῶκα Λ. 601.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 poursuite dans la bataille;
2 la mêlée d’un combat personnifiée.
Étymologie: R. Δjακ- > jακ-, ἰακ-, poursuivre ; cf. ἰῶκα et διώκω.
English (Autenrieth)
acc. ἰῶκα (διώκω): pursuit, attack, battle-tumult. Personified, Il. 5.740. (Il.)
Greek Monolingual
ἰωκή, ἡ, αιτ. στον Ομ. ἰῶκα (Α)
1. προσβολή, επίθεση, καταδίωξη στη μάχη
2. ως κύριο όν. Ἰωκή
προσωποποίηση της δίωξης, της επίθεσης («ἐν δ' Ἔρις, ἐν δ' Ἀλκή, ἐν δὲ κρυόεσσα Ἰωκή», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Fιώκω «καταδιώκω, χτυπώ», που συνδέεται με το διώκω].
Greek Monotonic
ἰωκή: ἡ (διώκω), καταδίωξη, κυνηγητό, σε Ομήρ. Ιλ.· Ἰωκή προσωποποιημένο, στο ίδ.· μεταπλασμένη αιτ. ἰῶκα(όπως αν προερχόταν από το ἰώξ), στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἰωκή: ἡ бранный клик (преследующих), тж. преследование, погоня: οὔτε βίας Τρώων ὑπεδείδισαν οὔτε ἰωκάς Hom. (ахейцы) не опасались ни сил троянцев, ни их преследований.
Middle Liddell
ἰωκή, ἡ, διώκω
rout, pursuit, Il.:— Ἰωκή is personified Il. [metaplast. acc. ἴωκα (as if from ἰώξ), Il.]