Σκύθης

From LSJ
Revision as of 01:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σκύθης Medium diacritics: Σκύθης Low diacritics: Σκύθης Capitals: ΣΚΥΘΗΣ
Transliteration A: Skýthēs Transliteration B: Skythēs Transliteration C: Skythis Beta Code: *sku/qhs

English (LSJ)

ου, ὁ: voc.

   A Σκύθᾰ Thgn.829, Ar.Th.1112, etc.:—Scythian, first in Hes. Fr.55: prov., Σκυθῶν ἐρημία, of a desert, Ar.Ach.704: metaph., rude, rough person, ἐν λόγοις Σ. Plu.2.847f, cf. Men.533.13.    2 Adj. Scythian, Σ. ἐς οἷμον A.Pr.2; Σ. ὅμιλος ib.417 (lyr.); σίδηρος Id.Th. 818 (cf. Χάλυψ) ; κύανος Thphr.Lap.55.    II at Athens, one of the city police, which was mainly composed of Scythian slaves, Ar.Th. 1018,1026, Lys.451; cf. τοξότης 111.    2 = ἱπποτοξότης, Ael. Tact.2.13.

Greek (Liddell-Scott)

Σκύθης: [ῠ], -ου, ὁ· κλητ. Σκύθᾰ Θεόγν. 829, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1112, κτλ.· - κάτοικος τῆς Σκυθικῆς, πρῶτον παρ’ Ἡσ. ἐν. Ἀποσπ, 17· παροιμ., Σκυθῶν ἐρημία, ὡς θὰ ἐλέγομεν σήμερον «Ἀφρικανὴ ἐρημία», Ἀριστοφ. Ἀχ. 704, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 2· - μεταφορ., ἄνθρωπος ἄξεστος καὶ τραχύς, ἐν λόγοις Σκύθ. Πλούτ. 2. 847F· πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 4. 13. 2) ὡς ἐπίθετον, Σκυθικός, Σκ. ὅμιλος Αἰσχύλ. Πρ. 417· σίδηρος ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 817 (πρβλ. Χάληψ)· κύανος Θεοφρ. Ἀποσπ. 2. 55. ΙΙ ἐν Ἀθήναις, ἀστυνομικὸς ὑπηρέτηςκλητήρ· διότι οἱ τοιοῦτοι κατὰ τὸ πλεῖστον ἦσαν Σκύθαι δοῦλοι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1017, 1026, Λυσ. 451· πρβλ. τοξότης ΙΙΙ. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ, 357 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 Scythe, οἱ Σκύθαι les Scythes, n. commun à tous les peuples du NE de l’Europe et du N de l’Asie ; p. ext. homme inculte, grossier, brutal ; à Athènes garde de police (ce corps étant surtout composé de Scythes);
2 de Scythe, des Scythes.
Étymologie:.

English (Strong)

probably of foreign origin; a Scythene or Scythian, i.e. (by implication) a savage: Scythian.

English (Thayer)

Σκυθου, ὁ, a Scythian, an inhabitant of Scythia i. e. modern Russia: Cicero, in Verr. 2,5, 58 § 150; in Pison. 8,18; Josephus, c. Apion. 2,37, 6; (Philo, leg. ad Gaium § 2); Lucian, Tox. 5f; Lightfoot on Colossians , the passage cited; Hackett in B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Scythians; Rawlinson's Herod., Appendix to book iv., Essays ii. and iii.; Vanicek, Fremdwörter, under the word.)

Greek Monotonic

Σκύθης: [ῠ], -ου, ὁ, κλητ. Σκύθᾰ·
I. 1. κάτοικος της Σκυθίας ή ο καταγόμενος από τη Σκυθία· παροιμ., Σκυθῶν ἐρημία, όπως θα λέγαμε εμείς «η έρημος της Σαχάρας», σε Αριστοφ.· θηλ. Σκύθαινᾰ.
2. ως επίθ. Σκυθικός, σε Αισχύλ.
II. στην Αθήνα, αστυνόμος, μέλος της πολιτοφυλακής, που κατά κανόνα αποτελείτο από Σκύθες σκλάβους, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

Σκύθης: ου adj. скифский (οἶμος Aesch.).
ου ὁ Скиф
1) отец Кадма, тиранн Занклы;
2) младший сын Геракла, миф. родоначальник скифов Her.
ου, ион. εω (ῠ) ὁ sing. к Σκύθαι.

Middle Liddell

Σκύ˘θης, ου, ὁ,
1. a Scythian: proverb., Σκυθῶν ἐρημία, as we might say "the desert of Africa, " Ar.: —fem. Σκύθαινᾰ.
2. as adj. Scythian, Aesch.
II. at Athens, a policeman, one of the city-guard, which was mostly composed of Scythian slaves, Ar.