Μαῖρα
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ἡ, (μαρμαίρω) name of the dog-star,
A the Sparkler, Call.Aet. 3.1.35, AP9.555 (Crin.), Nonn.D.5.221; of Hecuba when changed into a dog, Lyc.334: in Hom. as pr. n., Il.18.48.
Greek (Liddell-Scott)
Μαῖρα: ἡ, (μαρμαίρω) ὄνομα τοῦ σειρίου ἀστέρος, Ἀνθ. Π. 9. 555, Νόνν. Δ. 5. 221· - ὡσαύτως ἐπὶ τῆς Ἑκάβης μεταβληθείσης εἰς κύνα, Λυκόφρ. 334· - παρ’ Ὁμ. ὡς κύρ. ὄνομα, Ἰλ. Σ. 48.
English (Autenrieth)
(1) a Nereid, Il. 18.48.—(2) an attendant of Artemis, mother of Locrus, Od. 11.326.
Greek Monolingual
Μαῑρα, ἡ (Α)
1. ο αστέρας Σείριος
2. προσωνυμία της Εκάβης, που μεταμορφώθηκε σε σκύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαρμαίρω «λάμπω, ακτινοβολώ» χωρίς διπλασιασμό].
Greek Monotonic
Μαῖρα: ἡ (μαρμαίρω), ο Σπινθηροβόλος, δηλ. ο αστερισμός Σείριος, σε Ανθ.