περίψημα

Revision as of 05:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A anything wiped off, offscouring, of a vile person (or scapegoat), 1 Ep.Cor.4.13, Phot.; π. σου your humble servant, CIL8.12924 (Carthage), LW2493 (Syria), Classical Studies in honor of J.C.Rolfe 318 (Ostia) ; peripsuma su (sic), Dessau ILS5725 (Brixia).

German (Pape)

[Seite 601] τό, das, was beim Abwischen od. Reinigen abgeht, Unreinigkeit, Sp., wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

περίψημα: τό, τὸ ἀποσπογγιζόμενον, περιττὸν πρᾶγμα καὶ ἀπορρίψιμον, «σκουπίδι», ἐπὶ φαύλου ἢ μηδαμινοῦ ἀνθρώπου, πρὸς Κορινθ. Α΄ Ἐπιστ. δ΄, 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 9282, Φώτ.· ἴδε κάθαρμα Ι. 2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 ce qu’on ôte en frottant tout autour, ordure;
2 délivrance.
Étymologie: περιψάω.

English (Thayer)

περιψηματος, τό (from περιψάω 'to wipe off all round'; and this from περί (which see III:1), and ψάω 'to wipe,' 'rub'), properly, what is wiped off; dirt rubbed off'; offscouring, scrapings: περικάθαρμα, which see Suidas and other Greek lexicographers under the word relate that the Athenians, in order to avert public calamities, yearly threw a criminal into the sea as an offering to Poseidon; hence, ἀργύριον ... περίψημα τοῦ παιδίου ἡμῶν γένοιτο (as if to say) let it become an expiatory offering, a ransom, for our child, i. e. in comparison with the saving of our son's life let it be to us a despicable and worthless thing, Ignatius ad Ephesians 8,1 [ET]; 18,1 [ET]; (see Lightfoot's note on the former passage).

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ περιψώ
1. ὁ,τι πετιέται μετά τον καθαρισμό με σπόγγο ή με τρίψιμο, το αποκάθαρμα, το σκουπίδι («ὡς περικαθάρματα τοῡ κόσμου ἐγεννήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι», ΚΔ)
2. (για δήλωση χριστιανικής ταπεινοφροσύνης) ο αφοσιωμένος στον Χριστό, ο ελάχιστοςμακάριος ὁ μοναχὸς ὁ πάντων περίψημα ἑαυτὸν ἔχων», Μέγ. Αντών.).

Greek Monotonic

περίψημα: -ατος, τό, οτιδήποτε σκουπίζεται, εξαλείφεται, απόρριμμα· λέγεται για άνθρωπο ευτελή, αχρείο, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

περίψημα: ατος τό грязь, сор NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίψημα -ατος, τό [περί, ψάω] uitschot.

Middle Liddell

περίψημα, ατος, τό, [from περιψάω
anything wiped off, an offscouring, of a vile person, NTest.