πολύλλιστος
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
ον, also η, ον Orph.H.32.14, al.: (λίσσομαι):—
A sought with many prayers, πολύλλιστον δέ σ' ἱκάνω Od.5.445; νηοὶ π. temples much frequented by suppliants, h.Ap.347, cf. h.Cer.28; βωμός B.10.41: later in act. sense, πολύλλιστος δέ σ' ἱκάνω Procl.H.7.51 (s.v.l.):—also πολύ-λιστος, Simon.45, cf.IG3.171 iii 12 (restd.).
German (Pape)
[Seite 665] viel angefleht, sehr gebeten; Od. 5, 445; auch νηός, ein Tempel, in welchem die Gottheit viel angerufen wird, H. h. Apoll. 347 Cer. 28; – übh. erfleht, erwünscht, Sp., die es auch dreier Endgn brauchen, Orph. H. 34, 2. – Adv., Schol. Od. 5, 445.
Greek (Liddell-Scott)
πολύλλιστος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2388. 8· (λίσσομαι)· ― ὁ πολλάκις ἱκετευόμενος ἢ ὃν πολλοὶ ἱκετεύουσιν, εἰς ὃν γίνονται πολλαὶ ἱκεσίαι, πολύλλιστον δὲ σ’ ἱκάνω, ὁ Ὀδυσσεὺς ταῦτα λέγει πρὸς τὸν Φαίακα ποταμὸν ὅστις δέχεται αὐτὸν ἐκ τῆς θαλάσσης (πρβλ. τρίλλιστος), Ὀδ. Ε. 445· νηὸς π., ναὸς πολὺ θαμιζόμενος ὑπὸ ἱκετῶν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 347, Δήμ. 28· ― ὁ κύριος τύπος πολύλιστος εὕρηται παρὰ Σιμωνίδῃ 84, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 511, σ. 914. ― Ἐπίρρ. πολυλίστως Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ὀδ. Ε. 445.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
invoqué par de nombreuses prières.
Étymologie: πολύς, λίσσομαι.
English (Autenrieth)
(λίσσομαι): object of many prayers, Od. 5.445†.
Greek Monolingual
και πολύλιστος και πολύλλιτος, -ον, Α
1. αυτός τον οποίο ικετεύουν πολύ, στον οποίο γίνονται πολλές ικεσίες (α. «πολύλλιστον δὲ σ' ἱκάνω», Ομ. Οδ.
β. «πολύλλιστος βωμός», Βακχ.)
2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που κάνει πολλές ικεσίες.
επίρρ...
πολυλλίστως Α
με πολλές ικεσίες, με πολλά παρακάλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -(λ)λιστος / -λλιτος (< λίσσομαι «προσεύχομαι, ικετεύω»), πρβλ. τρί-λλιστος].
Greek Monotonic
πολύλλιστος: -ον (λίσσομαι), αυτός που επιζητά κάτι με πολλές προσευχές, πολύλλιστον δέσ' ἱκάνω, λέει ο Οδυσσέας στον ποταμό που τον υποδέχεται μετά τη θάλασσα (πρβλ. τρίλλιστος), σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
πολύλλιστος: 1) призываемый во многих мольбах, к которому всегда обращаются с мольбами (sc. ἄναξ Hom.);
2) часто посещаемый молящимися (νηός HH).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύλλιστος -ον [πολύς, λίσσομαι] veel aangeroepen, door veel smekelingen bezocht.
Middle Liddell
πολύλ-λιστος, ον, λίσσομαι
sought with many prayers, πολύλλιστον δέ σ' ἱκάνω, says Ulysses to the river which receives him from the sea (cf. τρίλλιστοσ), Od.