πορθέω

From LSJ
Revision as of 10:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορθέω Medium diacritics: πορθέω Low diacritics: πορθέω Capitals: ΠΟΡΘΕΩ
Transliteration A: porthéō Transliteration B: portheō Transliteration C: portheo Beta Code: porqe/w

English (LSJ)

collat. form of πέρθω (more used in Prose),

   A destroy, ravage, plunder, πόλεας καὶ τείχεα Il.4.308; ἀνδρῶν ἀγρούς Od.14.264; τοὺς χώρους Hdt.3.58; πόλιν A.Th.583, etc.; Φοινίκην Isoc.9.62; τὴν Σελλασίαν ἔκαον καὶ ἐπόρθουν X.HG6.5.27; τὴν ἤπειρον Th.8.57; τὴν χώραν λεηλατῆσαι καὶ τὴν πόλιν πορθῆσαι D.S.12.34; π. ἐκ τῶν ἱερῶν τὰ ἀγάλματα Ath.12.523b:—Pass., πᾶν τὸ ἄστυ ἐπορθέετο Hdt. 1.84; ὅλης τῆς Ἑλλάδος πεπορθημένης Isoc.10.49; τἀργύρια πορθεῖται is carried off, Eup.155.    2 in pres. and impf., sts. endeavour to destroy, besiege a town, Hdt.1.162, Decr. ap. D.18.164, D.S.12.34, 15.4.    3 of persons, destroy, ruin, θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς A.Th.583; φίλους E.Fr. 605: abs., do havoc, Id.Andr.633: esp. in Pass., αὐτοὶ ὑφ' αὑτῶν . . πορθούμεθα. A.Th.194; κατ' ἄκρας . . ὡς πορθούμεθα Id.Ch.691; of women, κόραι βία πρὸς ἀνδρῶν πορθούμεναι E.Ph.565; σκόροδα πορθούμενος robbed of them, Com. phrase in Ar.Ach.164.

German (Pape)

[Seite 683] (s. πέρθω), zerstören, verwüsten; πόλιας καὶ τείχε' ἐπόρθουν, Il. 4, 308; ἀνδρῶν ἀγρούς, Od. 14, 264; Τρωΐαν, Pind. N. 4, 20; πόλιν καὶ θεούς, Aesch. Spt. 565; αὐτοὶ ὑφ' αὑτῶν ἔνδοθεν πορθούμεθα, 176; χρημάτων ἐκ δόμων πορθουμένων, Suppl. 438; τὰ Τροίας πεδία, Soph. Phil. 908, u. öfter, wie Eur., der auch vrbdt κόρας βίᾳ πρὸς ἀνδρῶν πεπορθημένας, mit Gewalt entehrt, geschändet, Phoen. 568; u. in Prosa, Her. u. A.; ὡς πορθουμένης τῆς πατρίδος, Plat. Legg. VII, 806 b; auch = eine Stadt belagern, Her. 1, 162, D. Sic. 15, 4; übtr. πορθεῖταί τις ὑπὸ τῆς τοιαύτης προλήψεως, S. Emp. adv. eth. 129.

Greek (Liddell-Scott)

πορθέω: τύπος ἰσοδύναμος τῷ πέρθω (ἐν μείζονι χρήσει παρὰ τοῖς πεζογράφοις) καταστρέφω, ἐξολοθρεύω, ἀφανίζω, λαφυραγωγῶ, πόλιας καὶ τείχεα Ἰλ. Δ. 308 ἀνδρῶν ἀγροὺς Ὀδ. Ξ. 264· τοὺς χώρους Ἡρόδ. 3. 58· πόλιν... καὶ θεοὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 582· συχν. παρὰ τοῖς Τραγ.· τὴν Σελλασίαν κάειν καὶ π. Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 27· τὴν ἤπειρον Θουκ. 8. 57· π. ἐκ τῶν ἱερῶν τὰ ἀγάλματα Ἀθήν. 523Α. ― Παθ., πᾶν τὸ ἄστυ ἐπορθέετο Ἡρόδ. 84 ὅλης τῆς Ἑλλάδος πεπορθημένης Ἰσοκρ. 217D· τἀργύρια πορθεῖται, λῃστεύονται, Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 19. 2) κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐνίοτε, προσπαθῶ νὰ καταστρέψω, πολιορκῶ πόλιν τινά, Ἡρόδ. 1. 162, κτλ., πρβλ. Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 282. 12, Διόδ. 12. 34., 15. 4. 3) καταστρέφω, ἀφανίζω, συλῶ, ἀπογυμνῶ, θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς Αἰσχύλ. Θήβ. 583· φίλους Εὐρ. Ἀποσπ. 608· ― ἀπολ., ἐπιφέρω ὄλεθρον, φθοράν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 634· ― μάλιστα ἐν τῷ παθ., αὐτοὶ ὑφ’ αὐτῶν... πορθούμεθα Αἰσχύλ. Θήβ. 194· κατ’ ἄκρας ὡς πορθούμεθα! ὁ αὐτ. ἐν Χο. 691· ― ἐπὶ γυναικῶν, κόραι βίᾳ πρὸς ἀνδρῶν πορθούμεναι Εὐρ. Φοίν. 565, πρβλ. Heind. εἰς Πλάτ. Πρωτ. 340Α· πορθούμενος σκόροδα, κωμικὴ φράσις ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 164.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 saccager, piller, dévaster ; en parl. de pers. outrager, maltraiter, ruiner;
2 assiéger.
Étymologie: πέρθω.

English (Autenrieth)

(πέρθω), ipf. (ἐ)πόρθεον, fut. πορθήσω: lay waste, devastate.

English (Slater)

πορθέω = πέρθω,
   1 destroy Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε καὶ Μέροπας (N. 4.26)

English (Strong)

prolongation from pertho (to sack); to ravage (figuratively): destroy, waste.

English (Thayer)

imperfect ἐπόρθουν; 1st aorist participle πορθήσας; (πέρθω, πεπορθα, to lay waste); from Homer down; to destroy, to overthrow (R. V. uniformly to make havock): τινα, τήν ἐκκλησίαν, τήν πίστιν, ibid. 23.

Greek Monotonic

πορθέω: μέλ. -ήσω, ισοδύν. τύπος του πέρθω,
1. καταστρέφω, εξολοθρεύω, αφανίζω, λεηλατώ, σε Όμηρ., Ηρόδ., Τραγ.
2. σε ενεστ. και παρατ., προσπαθώ να καταστρέψω, πολιορκώ μια πόλη, σε Ηρόδ.· καταστρέφω, λεηλατώ, ερειπώνω, σε Αισχύλ. — Παθ., καταστρέφομαι, ερειπώνομαι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πορθέω:
1) разрушать, разорять (πόλιας καὶ τείχεα Hom.; πόλιν καὶ θεούς Aesch.);
2) опустошать (τοὺς χώρους Her.; τὰ πεδία Soph.; τὴν ἤπειρον Thuc.);
3) уничтожать, истреблять (θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς Aesch.);
4) осаждать, брать приступом (sc. τὰς πόλιας Her.);
5) осквернять, насиловать (κόραι βίᾳ πορθούμεναι Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορθέω [~ πέρθω] Ion. imperf. med. 3 sing. ἐπορθέετο met acc. v. zaak verwoesten, plunderen; praes. en imperf. soms ook conatief belegeren:. χώματα χῶν πρὸς τὰ τείχεα ἐπόρθεε door wallen op te werpen tegen de muren belegerde hij het Hdt. 1.162.2. met acc. v. pers. vernietigen:; θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς πορθεῖν de goden van onze stam vernietigen Aeschl. Sept. 583; spec. pass. verkracht worden:. ὄψει... κόρας βίᾳ πρὸς ἀνδρῶν πολεμίων πορθουμένας je zult zien dat jonge vrouwen door de vijand met geweld worden verkracht Eur. Phoen. 565.

Frisk Etymological English

See also: s. πέρθω.

Middle Liddell


1. collat. form of πέρθω, to destroy, ravage, waste, plunder, Hom., Hdt., Trag.
2. in pres. and imperf. to endeavour to destroy, to besiege a town, Hdt.:—to destroy, despoil, ruin, Aesch.:—in Pass. to be ruined, undone, Eur.