ἐπισπεύδω
μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you
English (LSJ)
A urge on, further or promote an object, opp. ἀποσπεύδω, Hdt.7.18; ἐ. τὸ δρᾶν S.El.467; τὴν στρατείαν Isoc.4.138, etc.; of persons, urge on, hasten, X.HG5.1.33; ὁδίταν Theoc. 16.93: metaph., οἷς (attracted for οὓς) μὴ φύσις ἐπέσπευσεν whom Nature has not matured quickly, Pl.Lg.810b. II. intr., hasten onward, E.Tr. 1275; πρός τινα X.Vect.3.4; ἐ. εἰς ταὐτόν τινι Id.Smp.7.4: part. ἐπισπεύδων in haste, A.R.3.1389; τὸ -σπεῦδον τῆς πορείας Hld.8.17.
German (Pape)
[Seite 981] beschleunigen, τὸ δρᾶν Soph. El. 459; λόγον Plat. Polit. 262 b; antreiben, fördern, Ggstz ἀποσπεύδω, Her. 7, 18; οὐκ ἀποτρέπειν, ἀλλ' ἐπισπεύδειν τὴν στρατείαν Isocr. 4, 138; Xen. Hell. 5, 1, 33; ὁδίταν Theocr. 15, 23. – Intrans., herzu-, herbeieilen, ὦ γεραιὲ ποὺς ἐπίσπευσον Eur. Tr. 1275; πρὸς φίλους Xen. Vect. 3, 4; Sp., wie Opp. Hal. 1, 613 πολλὸν ἐπισπεύδουσι νέεσθαι; – zu Hülfe kommen, οἷς μὴ φύσις ἐπέσπευσεν Plat. Legg. VII, 810 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισπεύδω: παροτρύνω, προτρέπω πρός τι, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἀποσπεύδω, καὶ Ἀρτάβανος, ὃς πρότερον ἀποσπεύδων μοῦνος ἐφαίνετο, τότε ἐπισπεύδων φανερός ἦν Ἡρόδ. 7. 18· ἐπ. τὸ δρᾶν Σοφ. Ἠλ. 467. τήν στρατείαν Ἰσοκρ. 69Α, κτλ.: ἐπὶ προσώπων, παροτρύνω, κάμνω τινά να σπεύσῃ, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 33· ὁδίταν Θεόκρ. 16. 93. ― Παθ., Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 10. ΙΙ. ἀμεταβ., σπεύδω πρὸς τὰ ἐμπρός, Εὐρ. Τρῳ. 1275· πρὸς τινα Ξεν. Πόροι 3. 4· ἐπισπεύδω εἴς τι, ἀποβλέπω μετὰ ζήλου εἴς τινα σκοπόν, Bornem. Ξεν. Συμπ. 7. 4· μετὰ δοτ., βοηθῶ, οἷς μὴ φύσις ἐπέσπευσεν, οὓς δὲν ἐβοήθησεν ἡ φύσις, Πλάτ. Νόμοι 810Β· μετοχ. ἐπισπεύδων, μετὰ σπουδῆς. Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 1389.
French (Bailly abrégé)
1 tr. hâter, pousser, acc.;
2 intr. se hâter vers, s’empresser vers.
Étymologie: ἐπί, σπεύδω.
Greek Monolingual
(AM ἐπισπεύδω) σπεύδω
ενεργώ ώστε να γίνει κάτι σε συντομότερο χρόνο («επισπεύδει την αναχώρηση», «επισπεύδει την ψήφιση του νόμου», «ἐπισπεύδων τὸ δρᾶν», Σοφ.)
αρχ.
1. παροτρύνω, προτρέπω («οὐκ ἀποτρέπειν, ἀλλ’ ἐπισπεύδειν τὴν στρατείαν», Ισοκρ.)
2. σπεύδω προς τα εμπρός
3. αποβλέπω σε κάποιον σκοπό («καὶ ταῡτα οὐκ εἰς ταυτὸν τῷ οἴνῳ ἐπισπεύδει», Ξεν.)
4. (η μτχ. ενεστ. σε επιρρημ. έκφρ.) ἐπισπεύδων, -ουσα, -ον
με βιασύνη («ὠμόν ἐπισπεύδων κείρει στάχυν», Απολλ. Ρόδ.)
5. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ἐπισπεῦδον
η επίσπευση, η βιασύνη.
Greek Monotonic
ἐπισπεύδω: μέλ. -σω,
I. παροτρύνω, παρορμώ, προωθώ ή ενισχύω, ενθαρρύνω προς κάτι, σε Ηρόδ., Σοφ.· λέγεται για ανθρώπους, επείγω, παροτρύνω, παρωθώ, σε Ξεν.
II. αμτβ., σπεύδω προς τα εμπρός, σε Ευρ.· ἐπισπ. εἴς τι, αποβλέπω με ζήλο σε, σκοπεύω, αποσκοπώ σε κάτι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισπεύδω:
1) торопить, подталкивать, подгонять (τινά Xen., Theocr.; τι Her., Plat., Arst., Isocr.): ἐ. τὸ δρᾶν Soph. торопить дело, т. е. торопиться действовать;
2) торопиться, спешить (πρός τινα Xen.; εἴς τι Xen.);
3) помогать, благоприятствовать, способствовать (τινί Plat.).
Middle Liddell
fut. σω
I. to urge on, further or promote an object, Hdt., Soph.: of persons, to urge on, Xen.
II. intr. to hasten onward, Eur.; ἐπισπ. εἴς τι to be zealous for, aim at an object, Xen.