ὀρεινός

From LSJ
Revision as of 17:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεινός Medium diacritics: ὀρεινός Low diacritics: ορεινός Capitals: ΟΡΕΙΝΟΣ
Transliteration A: oreinós Transliteration B: oreinos Transliteration C: oreinos Beta Code: o)reino/s

English (LSJ)

ή, όν, (ὄρος)

   A mountainous, hilly, χώρη Hdt.1.110, cf. 2.34 ; opp. πεδινός, X.Cyr.1.6.43 ; opp. πεδιάς, J.BJ3.3.4 ; ὀρεινὴν οὖσαν [τὴν Ἀρκαδίαν] Arist.Mete.351a3 ; ἡ ὀρεινή hill-country, Id.HA556a4, al.    II of or from the mountains, dwelling on the mountains, οἱ ὀ. Θρᾶκες Th.2.96, X.An.7.4.11 ; of birds, Arist.HA592b19 ; of plants, Thphr.HP6.8.3 ; τὸ ἄγριον καὶ τὸ ὀ. his wild and mountain nature, Pl.Cra.394e : metaph., ὀ. ἱμάτιον, = ἄκναπτον, Com.Adesp. 328.    III in Egypt, belonging to the edge of the desert, esp. as epith. of canals, PTeb.61(b).160, al. (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 371] bergig, gebirgig; χώρη, Her. 1, 110; Xen. u. Folgde; τὸ ὀρεινὸν τῆς φύσεως, Plat. Crat. 394 e; ὁδός, im Ggstz von πεδινή, Xen. Cyr. 1, 6, 43; ὀρεινὸν καὶ ὑπόλιθον γήδιον, Luc. Tim. 31; a. Sp., auch = in den Gebirgen wild wachsend, im Ggstz von ἥμερος, Ios.; vgl. Arist. H. A. 9, 40; Θρᾷκες, im Gebirge wohnend, Thuc. 2, 96. – Bei Arist. H. A. 8, 3 heißt eine Art αἰγιθαλός so, διὰ τὸ διατρίβειν ἐν τοῖς ὄρεσιν.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεινός: -ή, -όν, (ὄρος) πλήρης, ὀρέων, βουνώδης, χώρη Ἡρόδ. 1. 110., 2. 34· ἀντίθετον τῷ πεδινός, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 43· ὀρεινὴν οὖσαν [τὴν Ἀρκαδίαν] Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 25· ἡ ὀρεινή, ἡ πλήρης ὀρέων χώρα, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 28, 4, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς τὰ ὄρη ἢ κατοικῶν ἐπὶ τῶν ὀρέων, οἱ ὀρ. Θρᾷκες Θουκ. 2. 96, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 4, 11· - ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἥμερος, ἐπὶ ζῴων καὶ φυτῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 3· τὸ ἄγριον καὶ τὸ ὀρ., ἡ ἀγρία καὶ ὀρεινὴ φύσις του, Πλάτ. Κρατ. 394Ε.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 couvert de montagnes, montagneux;
2 qui croît, habite ou se trouve dans les montagnes.
Étymologie: ὄρος.

English (Strong)

from ὄρος; mountainous, i.e. (feminine by implication, of χώρα) the Highlands (of Judæa): hill country.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀρεινός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρη («ορεινό κλίμα»)
2. αυτός που κατοικεί στα όρη, βουνήσιος («ἐν τοῑς ὀρεινοῑς Θραξὶ πλησίον κατεσκήνησαν», Ξεν.)
3. (για τόπο) γεμάτος όρη
νεοελλ.
1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο ορεινός, η ορεινή
κάτοικος του βουνού, ορεσίβιος
2. (το αρσ. ως κύριο όν. στον πληθ.) οι Ορεινοί
α) η ομάδα τών βουλευτών της Συμβατικής Συνέλευσης που κατά τη διάρκεια της γαλλικής επανάστασης κατείχαν το «όρος», δηλαδή τα άνω έδρανα της αίθουσας, και ήταν αντίπαλοι τών Γιρονδίνων και του βασιλιά και από τις γραμμές τών οποίων αναδείχθηκαν οι Ντεμουλέν, Σαιν Ζυστ, Δαντών, Μαρά, Ροβεσπιέρος και άλλοι ηγέτες
β) ελληνική πολιτική παράταξη που έδρασε κατά την περίοδο της Μεσοβασιλείας από τον Οκτώβριο 1862 ώς τον Οκτώβριο 1863 και τών συνεδριάσεων της Β' Εθνικής Συνέλευσης στην Αθήνα μέχρι την ανάρρηση στον θρόνο του βασιλιά Γεωργίου Β'
3. φρ. α) «ορεινοί άνεμοι» — τοπικοί άνεμοι που οφείλονται στη γειτονία ορεινών εξάρσεων και κοιλάδων
β) «ορεινό κλίμα» — ψυχρό κλίμα με ήρεμο χειμερινό καιρό που ευνοεί τις θερμοκρασιακές αναστροφές
γ) «ορεινό συγκρότημα» — ομάδα οροσειρών ευθυγραμμισμένων και παρόμοιων ως προς τη γενική μορφή και κατασκευή
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀρεινή
χώρα γεμάτη βουνά
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀρεινόν
ο χαρακτήρας του ορεσιβίου, ο άγριος και ανυπότακτος χαρακτήρας
3. (για ζώα και φυτά) αυτός που ζει, που ευδοκιμεί στα βουνά
4. φρ. «ἱμάτιον ὀρεινόν» — χιτώνας από άξαντο και άπλυτο μαλλί, χοντροϋφασμένος
5. (σε αιγυπτ. πάπ. ως επίθ. τών διωρύγων) αυτός που ανήκει στο άκρο, στο τέρμα της ερήμου («ὀρεινή διῶρυξ Πολέμωνος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρεσ-νός (< θ. ὀρεσ- της λ. ὄρος [II]), με απλοποίηση του συμπλέγματος -σν- και αντέκταση (πρβλ. ἀλγεινός < ἀλγεσνός)].

Greek Monotonic

ὀρεινός: -ή, -όν (ὄρος),
I. ορεινός, λοφώδης, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. αυτός που κατοικεί στα βουνά, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὀρεινός:
1) гористый (χώρη Her.; Ἀρκαδία Arst., γῄδιον Luc.);
2) обитающий в горах, горный (Θρᾷκες Thuc.; αἰγίθαλος Arst.);
3) свойственный горцам: τὸ ὀρεινὸν τῆς φύσεως Plat. характер или нрав жителя гор.

Middle Liddell

ὀρεινός, ή, όν ὄρος
I. mountainous, hilly, Hdt., Xen.
II. dwelling on the mountains, Thuc., Xen.