συναπτός

From LSJ
Revision as of 11:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπτός Medium diacritics: συναπτός Low diacritics: συναπτός Capitals: ΣΥΝΑΠΤΟΣ
Transliteration A: synaptós Transliteration B: synaptos Transliteration C: synaptos Beta Code: sunapto/s

English (LSJ)

όν, or ή, όν (v. infr.),

   A joined together, linked together, Χάλα συναπτοὺς ἡνίας Ar.Ec.508; συναπτὰς ποιεῖν τὰς πράξεις Arist.Rh.Al.1438b18. Adv. -τῶς, gloss on ἄφαρ, Eust.158.39; = continuatim, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1003] adj. verb. von συνάπτω, verbunden; χάλα συναπτοὺς ἡνίας Ar. Eccl. 508, sollte richtiger συνάπτους accentuirt sein, aber συναπτὰς πράξεις Arist. rhet. ad Alex. 32. – Adv., Eust. 664, 19.

Greek (Liddell-Scott)

συναπτός: -όν, ἢ ή, όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ ὁμοῦ συνημμένος, ἡνωμένος, συνδεδεμένος, συνεχής, χάλα συναπτοὺς ἡνίας Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 508· συναπτὰς ποιεῖν τὰς πράξεις Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 32, 2· χρόνος Ψελλ.· ― ἡ συναπτὴ (ἐξυπακ. εὐχὴ) = τὰ εἰρηνικὰ ἢ τὰ διακονικὰ Στουδ. 1688C, 1717D, K. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 94, 19, 609. ― Ἐν τῷ Εὐχολογίῳ ἡ μεγάλη συναπτὴ ἄρχεται οὕτως: «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ κυρίου δεηθῶμεν», ἡ δὲ μικρὰ συναπτὴ οὕτως: «ἔτι καὶ ἔτι τοῦ κυρίου δεηθῶμεν». ― Ἐπίρρ. συναπτῶς, «ἄφαρ, ἤγουν εὐθέως καὶ ὡς εἰπεῖν συναπτῶς (ἔνθα διάφ. γραφ. «συναπτικῶς»)» Εὐστ. εἰς Ὀδ. Β. 169, πρβλ. τοῦ αὐτ. εἰς Ἰλ. Α. 594. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ συνάψῃ ἢ ἑνώσῃ, Σιμπλίκ. εἰς Ἀριστ. περὶ Φυσικ. Ἀκροάσ. 4, σ. 128.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συναπτός, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και συναπτή, ΜΑ συνάπτω
1. ενωμένος, συνδεδεμένος
2. συνεχής, αδιάκοπος, αλλεπάλληλος (α. «η πολιορκία κράτησε τρία συναπτά έτη» β. «συναπτὰς ποιήσομεν τὰς πράξεις», Αριστοτ.)
3. το θηλ. ως ουσ. η συναπτή
(στην Ορθόδοξη Εκκλησία) καθεμία από τις εκφωνούμενες συναπτώς από τον διάκονο ή τον ιερέα παρακελεύσεις, σύντομες ευχές που συνδέονται μεταξύ τους και καταλήγουν με τη φράση τοῡ κυρίου δεηθῶμεν και με τις οποίες καλείται το εκκλησίασμα να δεηθεί
4. φρ. α) «μεγάλη συναπτή» — συναπτή η οποία, στην κλασική της μορφή, αποτελείται από 13 παρακελεύσεις
β) «μικρή συναπτή» — επιτομή της μεγάλης συναπτής που περιλαμβάνει την πρώτη και τις δύο τελευταίες παρακελεύσεις της
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. ζωολ. άποδο ερμαφρόδιτο ολοθούριο της ομοταξίας ολοθουροειδή, που ζει σε μεγάλα θαλάσσια βάθη χωμένο στην άμμο και χωρίς βαδιστικούς ποδίσκους
2. το αρσ. ως ουσ. ο συναπτός
ζωολ. παλαιότερη ονομασία της συναπτής.
επίρρ...
συναπτώς / συναπτῶς ΝΜ, και συναπτά Ν
κατά τρόπο συναπτό, με συνέχεια, συνεχώς, αδιάκοπα («μὴ συναπτῶς ἐκφωνεῑσθαι τοὺς ψαλμούς, ἀλλὰ διὰ μέσου γίγνεσθαι καὶ ἀναγνώσεις», Βαλσ.).

Russian (Dvoretsky)

συναπτός: [adj. verb. к συνάπτω
1) соединенный, связанный (ἡνίαι Arph.);
2) связный (αἱ πράξεις Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναπτός -ή -όν [συνάπτω] (aan elkaar) vastgemaakt, verbonden, strak aangetrokken.