ῥαιβός
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
English (LSJ)
ή, όν,
A crooked, bent, esp. of bandy legs (cf. sq.), τὸ ῥαιβόν Arist.SE182a2; cf. βλαισός, ῥοικός; also ῥ. γυῖα Nic.Th.799; πάγουροι ib.788; νηρῖται, δράκων, Lyc.238,917; μηρός Gal.UP3.9.
German (Pape)
[Seite 832] krumm, gebogen, geschweift; bes. einwärts gebogen; von krummen Beinen, Archil. frg. 9 bei Poll. 2, 193; πάγουροι, Nic. Ther. 788.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαιβός: -ή, -όν, καμπύλος, κυρτός, μάλιστα ἐπὶ τῶν ἐχόντων τὰ σκέλη καμπύλα εἰς τὸ ἔνδον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βλαισός (ἴδε τὸ ἑπόμ.), τὸ ῥαιβὸν Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 31, 3· πρβλ. βλαισός, ῥοικός· ὡσαύτως, ῥ. γυῖα, βάσις Νικ. Θ. 801, Λυκόφρων 262· νηρῖται, δράκων ὁ αὐτ. 238, 917. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥαιβόν· ἐπικαμπές, τὸ μὴ ὀρθόν, καμπύλον, στρεβλόν, σκαμβόν». ― (Ὁ ἀρχικὸς τύπος φαίνεται ὅτι ἦτο ϝραγός, πρβλ. Λατ. valgus, Γοτθ. vraig (σκολιός)· ― περὶ τῆς διφθόγγου πρβλ. √ΡΑΓ (ῥήγνυμι), ῥαίω, εἰ αἱ δύο αὗται λέξεις ὄντως εἰσὶ συγγενεῖς).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 tortu, particul. cagneux;
2 tortueux, recourbé.
Étymologie: ῥαίω.
Greek Monolingual
-ή, -ό/ ῥαιβός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. καμπύλος, κυρτός
2. (ιδίως για πρόσ.) αυτός που είναι ραιβόπους, που πάσχει από ραιβοποδία
νεοελλ.
ιατρ. (για άρθρωση ή μέλος) αυτός που παρουσιάζει στροφή προς τη μέση γραμμή του σώματος σε μη φυσιολογικό βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα wrai-gw- και συνδέεται με το γοτθ. wraigs «κυρτός» και τα: ῥοικός, ῥυβόν. Χαρακτηριστικό είναι ότι το επίθ. εμφανίζει φωνηεντισμό -α- που παρατηρείται σε πολλά επίθ. δηλωτικά ασθενείας (πρβλ. λαιός, σκαίος, φαύλος, κλαμβός)].
Greek Monotonic
ῥαιβός: -ή, -όν, κυρτός, καμπουριαστός, λυγισμένος, σκυφτός, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ῥαιβός: искривленный, кривоногий Arst.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: crooked, bent inward, esp. of legs (cf. Fraenkel, Μνήμης χάριν 1, 100; Arist., Nic.).
Compounds: As 1. member a.o. in ῥαιβο-ειδής crooked of shape (Hp.).
Derivatives: ῥαιβ-ηδόν in bendings (Euph.), -όω to bend (Lyc., Gal.), -ότης f. bendedness (Eust.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The words in -βός express often a corporeal defect, e.g. κολοβός, κλαμβός, σκαμβός, ὑβός; the β may belong to the root (στραβός). Also in ῥαιβός the β is old and inherited, if the comparison with Germ., e.g. Goth. wraiqs σκολιός' is reliable: IE *u̯roigʷo- or *u̯roig-u̯o- (Aufrecht KZ 12, 400, Persson Beitr. 1, 502 n.1). On the α-vowel cf. κλαμβός a.o. above, also λαιός, σκαιός (w. old u̯o-suffix). Other proposal, not to be preferred by Solmsen KZ 34, 552: to Lith. sráigė snail (s. Fraenkel s.v.). -- Further details (parly diff.) w. lit. in Bq, WP. 1, 279, Pok. 1158, Feist Vgl. Wb. s. wraiqs. Cf. ῥοικός, also ῥυβός. -- The vocalism can only be explained if we assume *wreh₂ig-u̯-, which cannot be combined with *u̯roig-u̯-; so the word is prob. not IE, and may be Pre-Greek.