ρήγμα

From LSJ
Revision as of 13:00, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source

Greek Monolingual

το / ῥῆγμα, ΝΑ
1. το μέρος όπου διακόπτεται η συνέχεια ενός σώματος, ρωγμή, χάσμα
2. (σχετικά με γη) βάραθρο, χαράδρα («περὶ τοὺς κρημνοὺς καὶ τὰ ῥήγματα τῆς γῆς», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. αστρον. χαρακτηρισμός τών διαφόρων κοιλάδων ή τάφρων που παρατηρούνται στην επιφάνεια της Σελήνης
2. γεωλ. διάρρηξη στα πετρώματα του στερεού φλοιού της Γης, όπου συμπιεστικές ή εφελκυστικές δυνάμεις προκαλούν τη σχετική μετακίνηση τών τεμαχών που βρίσκονται από τη μια και από την άλλη πλευρά της διάρρηξης
3. φρ. α) «ίχνος του ρήγματος»
γεωλ. η τομή της επιφάνειας διάρρηξης με την εδαφική επιφάνεια
β) «μέτωπο του ρήγματος
γεωλ. ο κρημνός που σχηματίζεται από ένα τέμαχος ανυψωμένο κατά 1-10 μέτρα, το οποίο διευθύνεται κατά μήκος του ίχνους του ρήγματος
γ) «κανονικά ρήγματα» ή «ρήγματα βαρύτητας»
γεωλ. ρήγματα που παράγονται από κατακόρυφη συμπίεση κατά την οποία ο στερεός φλοιός της Γης επιμηκύνεται ή διευρύνεται
δ) «ρήγματα εφίππευσης»
γεωλ. ρήγματα που προκαλούνται από οριζόντιες συμπιεστικές δυνάμεις, οι οποίες οφείλονται σε σμίκρυνση ή συστολή του στερεού φλοιού της Γης
ε) «οριζόντια ρήγματα» ή «πλευρικά ρήγματα»
γεωλ. ρήγματα που οφείλονται επίσης σε οριζόντια συμπίεση, αλλά με την ευκολότερη απομάκρυνση σε οριζόντια διεύθυνση, σχεδόν παράλληλα προς τη συμπιεστική δύναμη
στ) «ρήγματα μετασχηματισμού»
γεωλ. τύπος οριζόντιων ρηγμάτων, οι μετακινήσεις τών οποίων σχημάτισαν κατά το πρόσφατο γεωλογικό παρελθόν τον στερεό φλοιό τών ωκεάνιων λεκανών
4. μτφ. διχασμός, διάσπαση, ρήξη («επήλθε ρήγμα στο κόμμα»)
αρχ.
1. σχίσιμο υφάσματος
2. (σχετικά με σωματικό τραύμα) κόψιμο, σχίσιμο ή σπάσιμο, κάταγμα («ῥῆγμά ἐστι μεταγωγὴ ὀστοῦ ἢ -ὀστῶν ἐκ τοῦ βάθους εἰς τὴν ἐπιφάνειαν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < απαθή βαθμίδα ῥηγ- του ῥήγνυμι + κατάλ. -μα (πρβλ. πλῆγ-μα)].