περιαγγέλλω
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
A announce by messages sent round, τὴν ἐκεχειρίαν Th. 4.122; τούτων περιαγγελλομένων Hdt.7.1 ; π. τὸ γεγονός Id.6.58. 2 abs., send or carry a message round, Id.7.119; v.l. for παρήγγελκεν in D.21.4. II c. inf., send round orders for people to do something, περιήγγελλον κατὰ τὴν Πελοπόννησον . . στρατιὰν παρασκευάζεσθαι ταῖς πόλεσι Th.2.10; τῷ δὲ ναυτικῷ περιήγγειλαν . . ὡς τάχιστα πλεῖν ib.80; περιήγγελλον . . κατὰ τὴν Πελοπόννησον βοηθεῖν ὅτι τάχιστα Id.4.8, cf. 1.116, X.HG6.4.2; π. οὐχ ὑποκαίειν Ephipp.5.18 (s. v.l.): with inf. omitted, ναῦς περιήγγελλον κατὰ πόλεις, = Lat. imperabant naves, v.l. in Th.2.85; σίδηρον π. κατὰ τοὺς ξυμμάχους Id.7.18.
German (Pape)
[Seite 567] herum oder umher, überall verkündigen; τουτέων δὲ περιαγγελλομένων, Her. 7, 1; περιήγγελλον κατὰ τὴν Πελοπόννησον, Thuc. 2, 10, u. öfter; mit dem inf., nach allen Seiten Boten schicken, mit dem Befehl, Etwas zu thun, auch durch ein allgemeines Aufgebot requiriren; σίδηρον, 7, 18; Sp. Bei Dem. 21, 4, ὅσῳ πλείοσιν οὗτος ἠνώχληκε καὶ περιήγγελκε, ist wohl in παρήγγελκε mit Buttmann zu ändern, s. παραγγέλλω.
Greek (Liddell-Scott)
περιαγγέλλω: ἀναγγέλλω δι’ ἀγγελιῶν πεμπομένων ὁλόγυρα κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, τὴν ἐκεχειρίαν Θουκ. 4. 122· τούτων περιαγγελλομένων Ἡρόδ. 7. 1. 2) ἀπολ., ἀποστέλλω ἢ φέρω ἀγγελίαν κύκλῳ εἰς διάφορα μέρη, Ἡρόδ. 6. 58., 7. 119· παρὰ Δημ. 515. 19, παρήγγελκεν φαίνεται ὅτι ἀπαιτεῖ ἡ ἔννοια. ΙΙ. μετ’ ἀπαρ., πέμπω διαταγὰς κατὰ διαφόρους διευθύνσεις ὅπως πράξωσί τι, περιήγγελλον κατὰ τὴν Πελοπόννησον ... στρατιὰν παρασκευάζεσθαι ταῖς πόλεσι Θουκ. 2. 10· τῷ δὲ ναυτικῷ περιήγγειλαν ... ὡς τάχιστα πλεῖν αὐτόθι 80· περιήγγελλον ... κατὰ τὴν Πελοπόννησον βοηθεῖν ὅτι τάχιστα ὁ αὐτ. 4. 8, πρβλ. 1. 116, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 2· περιαγγέλλειν τ’ οὐχ ὑποκάειν Ἔφιππος ἐν «Γηρυόνῃ» 1. 18· - οὕτω μετὰ παραλείψεως τοῦ ἀπαρεμφ., ναῦς περιήγγελλον κατὰ πόλεις, Λατ. imperabant naves, Θουκ. 2. 85· σίδηρον π. κατὰ τοὺς ξυμμάχους ὁ αὐτ. 7. 18.
French (Bailly abrégé)
ao. περιήγγειλα, etc.
1 faire annoncer tout autour, de tous côtés, publier ; particul. envoyer un ordre de tous côtés, avec l’inf.;
2 requérir par un ordre annoncé partout, acc..
Étymologie: περί, ἀγγέλλω.
Greek Monolingual
ΜΑ
κοινοποιώ κάτι με αγγέλματα προς διάφορες κατευθύνσεις («περιαγγέλλοντες τὴν πανήγυριν», Θεμίστ.)
αρχ.
1. στέλνω ή φέρνω αγγελία σε διάφορα μέρη («τοῦτο μέν, ὡς ἐπύθοντο τάχιστα τῶ κηρύκων τῶν περιαγγελλόντων ὅσῳ πλείοσιν οὗτος ἠνώχληκε καὶ περιήγγελκεν», Ηρόδ.)
2. (με απρμφ.) στέλνω διαταγές προς διάφορες κατευθύνσεις για εκτέλεση μιας επιθυμίας μου, ζητώ κάτι με κήρυγμα ή διάταγμα («τῷ δὲ ναυτικῷ περιήγγειλαν... πλεῑν ἐς Λευκάδα», Θουκ.).
Greek Monotonic
περιαγγέλλω: μέλ. -αγγελῶ,
I. 1. αναγγέλλω με μηνύματα προς διάφορες κατευθύνσεις, σε Θουκ.
2. απόλ., στέλνω ή μεταφέρω ένα μήνυμα γύρω, σε Ηρόδ.
II. με δοτ. προσ. και απαρ., στέλνω διαταγές προς διάφορες διευθύνσεις για να εκτελέσουν κάτι, περιήγγελλον ταῖς πολεσι στρατιὰν παρασκευάζεσθαι, σε Θουκ. κ.λπ.· με το απαρ. να παραλείπεται, ναῦς περιήγγελλον, Λατ. imperabant naves, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-αγγέλλω rondvertellen, (overal) bekendmaken:. ἱππέες περιαγγέλλουσι τὸ γεγονός ruiters maken het gebeurde overal bekend Hdt. 6.58.1. opdrachten versturen, opdragen, met inf..; περιαγγείλαντας ταῖς πόλεσι συμβάλεσθαι de steden de opdracht geven een bijdrage te leveren Xen. Hell. 6.4.2; opdragen (om te sturen), met acc.. σίδηρον... περιήγγελλον κατὰ τοὺς συμμάχους zij stuurden overal de bondgenoten de opdracht om ijzer te leveren Thuc. 7.18.4.
Russian (Dvoretsky)
περιαγγέλλω:
1) повсеместно объявлять, возвещать всем (τὴν ἐκεχειρίαν Thuc.): τούτων περιαγγελλομένων Her. когда это было всем объявлено;
2) рассылать всюду приказ (στρατιὰν παρασκευάζεσθαί τινι Thuc.);
3) распорядиться о доставке, приказывать доставить (σίδηρον π. κατὰ τοὺς ξυμμάχους Thuc.).
Middle Liddell
fut. -αγγελῶ
I. to announce by messages sent round, Thuc.
2. absol. to send or carry a message round, Hdt.
II. c. dat. pers. et inf. to send round orders for people to do something, περιήγγελλον ταῖς πόλεσι στρατιὰν παρασκευάζεσθαι Thuc., etc.; with the inf. omitted, ναῦς περιήγγελλον, Lat. imperabant naves, Thuc.