μυλών
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A mill-house, Th.6.22, Inscr.Délos445.22 (ii B.C.); εἰς μ. καταβαλεῖν to condemn [a slave] to work the mill, E.Cyc.240; εἰς μ. ἐμπεσεῖν Lys.1.18; ἐν τῷ μ. εἶναι D.45.33, cf. Din.1.23; μ. καὶ πέδαι Men.Her.3; ἄξιοι δεσμωτηρίου καὶ μυλῶνος Ph.1.623; Κηφισόδοτος τὰς τριήρεις ἐκάλει μυλῶνας ποικίλους painted mills, Arist.Rh.1411a24. (Sts. parox. in codd., as Arist. l. c., Ph. l. c., Luc.Vit.Auct.27, Poll.7.19, but cf. Hdn. Gr.1.30.)
German (Pape)
[Seite 217] ῶνος, ὁ (S. Emp. adv. astrol. 94 steht εἰς μύλωνας gegen Arcad. 12, 25), der Ort, wo die Mühle ist, das Mühlenhaus, Din. 1, 23; σιτοποιοὺς ἐκ τῶν μυλώνων πρὸς μέρος ἠναγκασμένους ἐμμίσθους, Thuc. 6, 22; εἰς μυλῶνα ἐμπεσεῖν, Lys. 1, 18; καταβάλλειν εἰς μυλῶνα, in die Mühle schicken und dort arbeiten lassen, gewöhnliche Strafe der Sklaven, Sp., wie Luc. Vit. Auct. 27; nach Arist. rhet. 3, 10 nannte ein Redner die Trieren ποικίλους μυλῶνας.
Greek (Liddell-Scott)
μῠλών: -ῶνος, ὁ, τὸ οἴκημα ἐν ᾧ ὁ μύλος ἢ μύλοι, Λατ. pistrinum, Θουκ. 6. 22· εἰς μ. καταβάλλω, Λατ. detrudere in pistrinum, καταδικάζω [δοῦλον] νὰ ἐργάζηται ἐν τῷ μύλῳ, Εὐρ. Κύκλ. 240· οὕτως, εἰς τὸν μ. ἐμπεσεῖν Λυσ. 93. 25· ἐν τῷ μ. εἶναι Δημ. 1111. 27· μεταφορ., Κηφισόδοτος τὰς τριήρεις ἐκάλει μυλῶνας ποικίλους, ὡς κομιζούσας σῖτον εἰς τὰς Ἀθήνας, Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 7.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
moulin.
Étymologie: μύλη.
English (Thayer)
(not paroxytone; see Chandler § 596 cf. § 584), μύλωνος, ὁ, place where a mill runs; mill-house: R G. (Euripides, Thucydides, Demosthenes, Aristotle, others.)
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μυλών, -ῶνος)
βλ. μυλώνας.
Greek Monotonic
μῠλών: -ῶνος, ὁ (μύλη), το οίκημα που στεγάζει τον μύλο, σε Θουκ.· εἰς μύλωνα καταβαλεῖν, Λατ. detrudere in pistrinum, καταδικάζω (έναν σκλάβο) να δουλεύει στον μύλο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μῠλών: ῶνος ὁ мукомольное заведение, мельница Thuc. etc.: εἰς μυλῶνα καταβαλεῖν Eur. сослать на мельницу; εἰς μυλῶνα (v. l. μύλωνα) ἐμπεσεῖν Lys. быть сосланным на мельницу (вращение мельничных камней было одним из видов наказания для провинившихся рабов).
Middle Liddell
μῠλών, ῶνος, ὁ, μύλη
a mill-house, Thuc.; εἰς μ. καταβαλεῖν, Lat. detrudere in pistrinum, to condemn [a slave to work the mill, Eur.
Chinese
原文音譯:mÚlwn 祕朗
詞類次數:名詞(1)
原文字根:磨(石)
字義溯源:磨坊,磨;源自(μύλινος / μύλος)*=磨石)。參讀 (μύλινος / μύλος)同源字
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 磨(1) 太24:41