искусный
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
Russian > Greek
ἀκριβής, ἐπίκλοπος, ἴδρις, ἐπιστάμενος, κλυτόμητις, μηχανόεις, εὐπάλαμος, καλλιτέχνης, ποικιλότευκτος, δαιδάλεος, τεχνήεις, κατάτεχνος, εὐμήχανος, τεχνικός, ἔντεχνος, δαιδαλόχειρ, εὔτεχνος, σοφουργός, τεχνήμων, εὐεπήβολος, εὐχερής, αἵμων, χεριάρης, ἔνσοφος, δαΐφρων, γυμνάς, ἐνδέξιος, εὔχειρ, σοφός, ἐμπείραμος, ἐντρεχής, φιλότεχνος, μηχανικός, ἀριστοπόνος, ποικίλος, ἐπιδέξιος, δεξιός, χειροτεχνικός, μουσικός, ὀρθοδαής, τορευτός, κομψός, ἐσθλός, γλαφυρός, δυνατός