σίντης

From LSJ
Revision as of 19:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίντης Medium diacritics: σίντης Low diacritics: σίντης Capitals: ΣΙΝΤΗΣ
Transliteration A: síntēs Transliteration B: sintēs Transliteration C: sintis Beta Code: si/nths

English (LSJ)

ου, ὁ, (σίνομαι) poet. word,

   A = σίνις, ravening, of the lion, Il. 11.481, 20.165; of the wolf, 16.353: with a fem. Subst., σίνταο φάλαγγος Nic.Th.715.    2 Subst., = ἔχις, ib.623.    3 spoiler, thief, Opp.H.4.602, Cat.Cod.Astr.7.115.    4 hoopoe, Hsch. s.v. μακεσίκρανος (σιήτην cod.).

German (Pape)

[Seite 883] ὁ, der Räuberische, Reißende; Beiwort des Löwen u. des Wolfes, Il. 11, 481. 16, 353. 20, 165; auch von der Spinne, φάλαγξ, Nic. Th. 715.

Greek (Liddell-Scott)

σίντης: -ου, ὁ, (σίνομαι) ποιητ. λέξ., ὁ σπαράττων, διασχίζων, ἁρπακτικός, ἐπὶ τοῦ λέοντος, ὡς βραδύτερον τὸ σίνις. Ἰλ. Λ. 481, Υ. 165· ἐπὶ τοῦ λύκου, Π. 353· μετὰ θηλ. οὐσιαστ., σίνταο φάλαγγος Νικ. Θηρ. 715. 2) ὡς οὐσιαστ., = ἔχις, αὐτόθι 623· ὁ διαρπάζων, κλέπτης, Ὀππ. Ἁλ. 4. 602. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σίνται· κακοῦργοι». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pillard, voleur, rapace.
Étymologie: σίνω.

English (Autenrieth)

ravening. (Il.)

Greek Monolingual

και σίντις και σίντος, ὁ, ΜΑ σίνομαι
(κυρίως για λιοντάρι ή λύκο και, μτφ., για τον διάβολο) αυτός που κατασπαράζει
αρχ.
1. έχιδνα, οχιά
2. ληστής, κακούργος.

Greek Monotonic

σίντης: -ου, ὁ (σίνομαι), καταστροφικός, ολέθριος, κλέφτης, αρπακτικός, λέγεται για άγρια θηρία, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

σίντης: ου adj. m грабящий, разоряющий, хищный (λέων, λύκοι Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σίντης -ου, ὁ [σίνομαι] roofdier.

Middle Liddell

σίντης, ου, ὁ, σίνομαι
destructive, ravenous, of wild beasts, Il.