ἀνακομιδή

From LSJ
Revision as of 11:33, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακομιδή Medium diacritics: ἀνακομιδή Low diacritics: ανακομιδή Capitals: ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ
Transliteration A: anakomidḗ Transliteration B: anakomidē Transliteration C: anakomidi Beta Code: a)nakomidh/

English (LSJ)

Dor. ἀγκομιδά IG4.742.17, ἡ:—

   A a carrying away again, recovery, ἡ τῶν πλοίων ἀ. Decr. ap. D.18.75.    2 recovery, ἐκ τῶν νούσων Hp.VM21.    3 return, Arist.HA597b9, SIG615.14 (Delph., ii B. C.), Onos.11.3.    4 bringing up, τῶν ἐπιτηδείων Str.3.3.1.

German (Pape)

[Seite 193] ἡ, das Wiedererlangen, νεῶν Dem. 18, 75, in einem Psephisma; Rückkehr, Plut.; Dion. H. 1, 53; ἀνακομιδὴν ποιεῖσθαι, zurückkehren, Pol. 5, 22, 5. – Einkünfte, Arist. H. A. 8, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακομῐδή: ἡ, ἡ ἀνάκτησις· ἡ τῶν πλοίων ἀν. Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 250. 13. 2) ἀνάρρωσις, ἐκ νόσου Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 171. 3) ἀπονόστησις, ἐπάνοδος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 12. 9. 4) ἀπόσπασις, ἐξέλκυσις, «πρὸς τὸ κατὰ τὴν ἀνακομιδὴν τοῦ δόρατος σπαράττειν τὸ τραῦμα», Διόδ. 5. 30. 5) ἀνακομιδὴ λειψάνων, Ἐκκλ. ὡς καὶ νῦν.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de recouvrer.
Étymologie: ἀνακομίζω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ

• Alolema(s): dór. ἀγκομιδά IG 4.742.17
I 1transporte, envío τῶν ἐπιτηδείων Str.3.3.1, CPHerm.85.2.2 (III a.C.)
traslado τῶν παίδων Plb.3.99.1, de cadáveres ἀνακομιδὴ ἡ ἐκ τάφου εἰς τάφον μετάθεσις Sch.A.Th.1024.
2 recuperación ἡ τῶν πλοίων ἀ. Decr. en D.18.75, de pers. enfermas ἐκ τῶν νούσων Hp.VM 21
devolución τοῦ ἕδνου PLond.1708.196 (V a.C.), τοῦ γραμματίου PAlex.2.186 p.24.
II 1viaje, expedición Διονυσίου ποιησαμένου τὴν ἀνακομιδὴν ἐκ Σικελίας εἰς Κόρινθον Plb.12.4a.2.
2 vuelta, retorno, regreso Arist.HA 597b9, (τῶν στρατιωτῶν) Plb.1.68.13, τοῦ στόλου Plb.3.106.7, εἰς οἶκον Plb.38.16.12, cf. FD 2.89.14 (II a.C.), Thasos 2.172.10 (I a.C.), BGU 2070.1.25 (II a.C.), Tat.Orat.39, Clem.Al.Strom.7.11.63, Cyr.Al.Inc.Unigen.51.692B, Philost.HE 3.6.

Greek Monolingual

η (Α ἀνακομιδή) ἀνακομίζω
επαναφορά, επάνοδος, επιστροφή, μεταφορά
νεοελλ.
εκταφή και μεταφορά τών οστών νεκρού σε οστεοφυλάκιο, χωνευτήρι ή αλλού
αρχ.
1. ανάληψη, ανάκτηση
2. ανάρρωση από ασθένεια
3. απόσπαση, βγάλσιμο.

Greek Monotonic

ἀνακομῐδή: ἡ, ανάκτηση, επαναφορά, περισυλλογή, τῶν πλοίων, σε Ψηφ. παρά Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακομῐδή:
1) возврат (τῶν πλοίων Dem.);
2) возвращение Arst., Plut.: ἀνακομιδὴν ποιεῖσθαι Polyb. возвратиться, вернуться.

Middle Liddell

ἀνακομίζω
a carrying away again, recovery, τῶν πλοίων Decret. ap. Dem.