πτοία
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
Ep. πτοίη Opp.H.3.431, Nic.Al.212: rarely πτόα, EM 695.1, v.l. in Ph.1.531; and πτόη, LXX 1 Ma.3.25, 3 Ma.6.17: ἡ: (πτοέω):—
A terror, fright, Onos.6.5; παραχὴ καὶ π. Plu.Fab.11, cf. Ph.2.204, al.; ἀμυδραὶ καὶ φαντασιώδεις π. Philostr.VA7.14, cf. Plb. 1.39.14, 1.68.6. II excitement, πάθος ἐστὶ πτοία ψυχῆς Zeno Stoic. 1.51, cf. Chrysipp.ib.3.127; π. περὶ τὰ ἀφροδίσια, εἰς ἀφρ., Epicur. Fr.458, Ael.NA10.27; ἡ περὶ φιλοσοφίαν π. Procl.in Alc.p.43C., cf. Plu.2.83d: pl., Ti.Locr.103b.
German (Pape)
[Seite 810] ἡ, = πτόα; καὶ παραφροσύναι, im plur., Tim. Locr. 103 b; Pol. 1, 39, 14 u. öfter; ἐς κραδίην πτοίην βάλε, Nic. Al. 212; εἰς Ἀφροδίσια, Ael. H. A. 10, 27; φόβῳ καὶ πτοίᾳ, Philostr.; ταραχὴ καὶ πτοία κατεῖχε τοὺς Ῥωμαίους, Plut. Fab. 11.
Greek (Liddell-Scott)
πτοίᾱ: πτοιᾱλέος, πτοιέω, πτοίησις, πτοιητός, ἴδε ἐν λ. πτο-.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 épouvante, effroi;
2 transport de passion.
Étymologie: πτοέω.
Greek Monolingual
και πτόα και πτόη και πτοίη, ἡ, Α [[πτοῶ / πτοιῶ]]
1. πτόηση, μεγάλος φόβος, τρομάρα (α. «ἀδιήγητος κατεῑχε ταραχὴ καὶ πτοία τοὺς Ῥωμαίους», Πλούτ.
β. «θεωροῡντες οἱ Ῥωμαῑοι τὴν ἐν τοῑς πεζοῑς στρατοπέδοις πτοίαν καὶ δυσελπιστίαν», Πολ.)
2. διέγερση, ορμή της ψυχής, παρόρμηση (α. «πάθος ἐστὶ πτοία ψυχής», Ζήν.
β. «πτοία περὶ τὰ ἀφροδίσια», Επίκ).
Russian (Dvoretsky)
πτοία: ἡ = πτόα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτοία -ας, ἡ [πτοέω] vrees.