φιλοσόφημα
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ατος, τό,
A a subject of scientific inquiry or a philosophic treatise, ἐν τοῖς ἐγκυκλίοις φ. Arist.Cael.279a30; of the poems of Homer as allegorized, Plb.34.4.4. 2 in Logic, demonstration, ἔστι φ. συλλογισμὸς ἀποδεικτικός Arist.Top. 162a15. 3 philosophic principle, rule of conduct, Plu.2.1125b, Gal. Anim.Pass.1.3. 4 shrewd device or invention, Plu.2.269b.
German (Pape)
[Seite 1286] τό, das Ergebniß gelehrter, wissenschaftlicher Untersuchung, auch Betrachtung, Forschung, ὥςτε περὶ τούτου ἀπορεῖν εἰκότως ἐγένετο φιλοσόφημα πᾶσι Arist. de coel. 2; Pol. 34, 4,4; übh. Bemühung, Bestrebung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοσόφημα: τό, ὑποκείμενον ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης ἢ μελέτης, φιλοσοφικὴ πραγματεία, ἐν τοῖς ἐγκυκλίοις φ. Ἀριστ. π. Οὐραν. 2. 13. 12, πρβλ. Πολύβ. 34. 4, 4. 2) ἐν τῇ Λογικῇ, ἀπόδειξις, Ἀριστ. Τοπ. 8. 11, 12· πρβλ. ἐπιχείρημα. 3) ἐπίνοια, ἐφεύρεσις, Πλούτ. 2. 269Α, 1125Β.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
études, recherche, invention, méditation.
Étymologie: φιλοσοφέω.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ φιλοσοφῶ
φιλοσοφική έρευνα, φιλοσοφική πραγματεία
νεοελλ.
φιλοσοφική ιδέα, φιλοσοφική σκέψη, φιλοσοφική αρχή, φιλοσοφικό δόγμα
αρχ.
1. το υποκείμενο επιστημονικής έρευνας ή φιλοσοφικής πραγματείας
2. (λογ.) απόδειξη
3. εφεύρεση.
Russian (Dvoretsky)
φιλοσόφημα: ατος τό
1) предмет исследования Arst., Polyb.;
2) философема, философское доказательство: ἔστι φ. συλλογισμὸς ἀποδεικτικός Arst. философема есть доказывающий силлогизм;
3) выдумка, изобретение (διαλογισμοὶ καὶ φιλοσοφήματα Plut.): ἓν τοῦ Νουμᾶ φιλοσοφημάτων Plut. одно из нововведений Нумы (Помпилия).