ἀνεπίφθονος
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
ον,
A without reproach, ἔγχος S.Tr.1033 (lyr.); ἀ. ἐστι πᾶσιν it is no reproach to any one, Th. 6.83, cf. Pl.R.612b, Epicur.Fr.161; οὕτω γάρ μοι . . ἀνεπιφθονώτατον εἰπεῖν least invidious, D.18.321; ungrudging, ἔπαινος Onos.Praef.10. Adv. [τὴν ἀρχὴν] ἀνεπιφθόνως κατεστήσατο so as not to create odium, Th.6.54, cf. Plu.Cam.1; ἀ. εἰπεῖν Isoc.15.8.
German (Pape)
[Seite 225] vorwurfsfrei, tadellos, ἔγχος Soph. Tr. 1026; ἀνεπίφθονόν ἐστι πᾶσι Thuc. 6, 83; ποιεῖν τι, man kann, ohne gehässig zu werden. etwas thun, Plat. Rep. X, 632 b; αὐτῷ ἐστιν ἀν., man macht ihm keinen Vorwurf, Dem. 59, 15; ἀνεπιφθονώτατον εἰπεῖν 18, 321; τὸ ἀν. τῆς διαίτης Luc. Nigr. 14. – Adv., Her. 6, 54; ἀνεπιφθόνως διάγειν Xen. Hier. 7, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίφθονος: -ον, ὁ ἄνευ ψόγου, ἄμεμπτος, ἀνεπίφθονον εἴρυσον ἔγχος Σοφ. Τρ. 1033· ἀν. ἐστι πᾶσιν, δὲν παρέχει ψόγου αἰτίαν εἰς οὐδένα, Θουκ. 6. 83, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 612Β· οὕτω γάρ μοι ... ἀνεπιφθονώτατον εἰπεῖν, οὕτως ἐὰν εἴπω, ἥκιστα ἤθελέ τις μὲ κατηγορήσῃ ..., Δημ. 331. 24: Πρβλ. ἀνεμέσητος. Ἐπίρρ. [τὴν ἀρχὴν] ἀνεπιφθόνως κατεστήσατο, οὕτως ὥστε νὰ μὴ διεγείρῃ μῖσος, Θουκ. 6. 54, πρβλ. Πλουτ. Κάμιλλ. 1. ἀν. εἰπεῖν Ἰσοκρ. 311 Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n’excite pas l’envie ; irrépréhensible, irréprochable.
Étymologie: ἀ, ἐπίφθονος.
Spanish (DGE)
-ον
I 1irreprochable de cosas ἔγχος S.Tr.1033, χάριτες Plu.2.808b, de pers., Plb.11.10.3
•subst. πολλὰ ... δίκαια καὶ ἀνεπίφθονα (δεδιῄτημαι) Th.7.77, τῆς διαίτης τὸ ἀ. vida que nada tiene que envidiar, excelente Luc.Nigr.14
•impers. ἀ. ἐστί no es reprochable c. inf., Th.1.75, 8.50, D.8.71, 18.321, 59.15.
2 carente de envidia πρόκλησις Isoc.15.100, ἔπαινος Luc.Pr.Im.23, Onas.praef.10.
II adv. -ως sin dar lugar a envidia (τὴν ἀρχήν) ἀ. κατεστήσατο Th.6.54, ἀ. εἰπεῖν Isoc.15.8, ἀ. ἄρχειν Plu.Cam.1.
Greek Monolingual
ἀνεπίφθονος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν επισύρει μομφή, άψογος, άμεμπτος
2. επίρρ. ανεπιφθόνως
χωρίς να προκληθεί μίσος.
Greek Monotonic
ἀνεπίφθονος: -ον, ο άνευ ψόγου, άμεμπτος, σε Σοφ.· ἀν. ἐστι πᾶσιν, δεν αποτελεί μομφή για κανέναν, σε Θουκ.· ἀνεπιφθονώτατον, ελάχιστα απεχθές, σε Δημ.· επίρρ. -νως, ώστε να μη δημιουργήσει απέχθεια, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπίφθονος: не возбуждающий зависти, не внушающий неприязни, т. е. безукоризненный (ἔγχος Soph.): ἀνεπίφθονόν ἐστί τινι Thuc., Plat., Dem. нельзя поставить кому-л. в укор; τὴν τιμὴν καὶ δύναμιν ἀνεπίφθονον φυλάττειν τινί Plut. не питать зависти к чьей-л. воинской славе; τῆς διαίτης τὸ ἀνεπίφθονον Luc. право жить по-своему.
Middle Liddell
without reproach, Soph.; ἀν. ἐστι πᾶσιν 'tis no reproach to any one, Thuc.; ἀνεπιφθονώτατον least invidious, Dem. adv. -νως so as not to create odium, Thuc.